That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Οι υπόλοιποι ξυπνάνε





Ένας φρικτός ήχος σπάει την όμορφη σιωπή του μισοσκόταδου. «Άι σιχτίρ από δω χάμω..πήγε κιόλας 8;» σκέφτεται η ηρωίδα μας και προσπαθεί να βγάλει τις λέξεις από μέσα της μάταια. Φυσικά ο λαιμός της έχει κλείσει απ’ τα χθεσινά που κατέβασε. Τα πρωινά εσωτερικά μπινελίκια διακόπτει μια γνώριμη σιχαμερή φωνή. Φυσικά αποκοιμήθηκε με την τηλεόραση αναμμένη (το timer ρεεεεεε! θα το θυμηθείς ποτέ;;;). Κι εκεί που η τελευταία χθεσινή εικόνα που θυμάται είναι το ούλτιμειτ τσόπερ να κάνει αλοιφή ένα τσιμεντότουβλο, τώρα βλέπει – μισοβλέπει δηλαδή – τον Αυτιά να σχολιάζει δηλώσεις του Μητσοτάκη… «Ε ρε πούστη, το κέρατο μου μέσα..γκρρρρρ» κι άλλα τέτοια σκέφτεται. Ψάχνει το τηλεκοντρόλ ανάμεσα στα σκεπάσματα αλλά βρίσκει το τασάκι. Γεμάτο. Πάλι το ξέχασε στην κρεβατοκάμαρα..Και φυσικά μυρίζουν τσιγαρίλα και όλα τα σκεπάσματα..Α,να και το τηλεκοντρόλ! «Άντε πάνε να γαμηθείς παλιοπαπάρα..» μονολογεί μουντζώνοντας τον Αυτιά και το πάνελ του βεβαίως, βεβαίως και κλείνει το χαζοκούτι. Κι εκεί που πέφτει πάλι ησυχία, ακούγονται οι αποπάνω που αλληλομπινελικώνονται αγρίως και τα χώνουν και στο 3χρονο παιδί τους επιπλέον. «Να θυμηθώ να κάνω μια καταγγελία στο χαμόγελο του παιδιού..» μονολογεί και το γράφει σ’ ένα ποστ ιτ που στοιβάζεται μαζί με άλλα 23 στον τοίχο. Άντε να βρούμε και τις παντόφλες τώρα.. Στην προσπάθεια ανεύρεσης της δεύτερης παντόφλας σκοντάφτει πάνω στο καλώδιο του τηλεφώνου, εξοστρακίζεται στον τοίχο, του ζητάει συγγνώμη, αυτομάτως αντιλαμβάνεται το λόγο που δεν της απαντά ο γάιδαρος ένα «παρακαλώ, δεν πειράζει» και σέρνει το κουφάρι της μέχρι την τουαλέτα. «Τι μούτρα είν’ αυτά…..» μουρμουρίζει. Ψάχνει για την οδοντόκρεμα. «Ποιος τρόμπας τη ζούλιξε απ’ τη μέση του σωληναρίου;;; εγώ αποκλείεται..» σκέφτεται και κοιτάζει βαθιά τον καθρέφτη. Αλλά δεν βλέπει κανέναν και λογικά υποθέτει ότι τη μπινιά την έκανε το μπουρνούζι. Το τηλέφωνο κουδουνίζει επίμονα.
- Έλααα…( χειρότερη βραχνάδα αυτός..) Σε ξύπνησα;
- Όχι, πάω δουλειά. Τί έγινε κι είσαι τέτοια ώρα ξύπνιος;
- Ρε συ, θυμάσαι πέρυσι τις απόκριες που είχαμε δει μια ταινία μ’ ένα τρανζίστορ που μου θύμιζε κάτι; Είχα ένα τέτοιο στο πατάρι, το βρήκα πριν λίγο.
- Έλα ρεεεε, θα περάσω να το δω μετά.
- Καλά, πάω να την ξαναπέσω τώρα. Τα λέμε.
- Άντε καληνύχτα.
Στην κουζίνα ψάχνει κάτι φαγώσιμο, λιπαρό κατά προτίμηση, μετά τη ντίρλα για να στρώσει το στομάχι. Κάνει καφέ και ψάχνει το κονιάκ. Αμάν, αμάν…το ήπιανε προχθές. «Ααα, κάτσε μην έχουμε Tia Maria..έλα ρεεεε, πάει κι η θειά Μαρίτσα;» μιλάει μόνη της καθώς αναγκάζεται να ρίξει στον καφέ λικέρ μανταρίνι που έφτιαξε με τα χεράκια της παραπρόπερσυ και μάλλον δεν πίνεται γι’ αυτό και ξόμεινε. Άντε κι ένα τσιγάρο τώρα..Αμάν, αμάν, αμάν! Ξέμεινε από χαρτάκια. «Ε, γαμώ το ξεσταύρι μουυυυυυυυυ!» χοροπηδάει ξυπόλυτη απ΄ την τσαντίλα. Πώς να ξεκινήσει η μέρα ατσίγαρη.. Αρχίζει να ψάχνει σ’ όλο το σπίτι. «Μωρέ, λες να’ χω στο ψυγείο; Why not; Και την άλλη φορά που έψαχνα το κινητό εκεί το βρήκα..» μονολογεί. Αλλά φευ! Δεν είναι εκεί. Αποφασίζει να ντυθεί να πάει στο περίπτερο. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: θα πάρει και μπουγατσούλα, μιλκομπούκαλο και τα παρελκόμενα γιατί το στομάχι διαμαρτύρεται σαν τη Λιάνα Κανέλλη. Ανοίγει τη μπαλκονόπορτα να δει αν έχει καλό καιρό. Ωραία…ο ήλιος την τύφλωσε τελείως! Και μέσα στην τύφλα της ακουμπάει στη γλάστρα με το στραβοχυμένο φυτό και τις κουτσουλιές των περιστεριών που το κατακλύζουν. Έχει γεμίσει τη βεράντα με cd αλλά τα πουλάκια εξακολουθούν να τη χέζουν ανελλιπώς. Ανοίγει τη ντουλάπα αποφασισμένη να φορέσει τα ρούχα που δύο δευτερόλεπτα αργότερα ανακαλύπτει πως είναι στα άπλυτα. «Δε βαριέσαι..» μονολογεί. Και φοράει ό,τι βρει στη ντουλάπα η οποία θυμίζει εκείνη του Κωνσταντίνου Μαρκορά με λίγες πινελιές σκοτωμένου μωβ, σκοτωμένου πράσινου, σκοτωμένου μπλε, σκοτωμένου γενικότερα. Βρίσκει και το ένα πορτοκαλί παπούτσι. Βρίσκει και το ένα βυσσινί. «Ωραία αντίθεση κάνουν..» σκέφτεται. Απλώς είναι και τα δύο για το αριστερό πόδι. Με τα πολλά βρίσκει και τα δεξιά και πάει για χαρτάκια. Το ασανσέρ είναι στο ισόγειο φυσικά..άντε ν’ ανέβει το ερείπιο που κάθε βδομάδα χαλάει.. Η ηρωίδα έχει γύρει στην πόρτα του ασανσέρ και μισοκοιμάται. Με το που γυρίζει απ’ το περίπτερο σκοτώνεται να προλάβει το τηλέφωνο που το ακούει να κουδουνίζει απ’ το διάδρομο, στρίβοντας ταυτόχρονα και το ριμαδοτσίγαρο.
- Καλημέρα σας, κάνουμε μια έρευνα μπλα μπλα μπλα…Μπορείτε να μας πείτε το σημαντικότερο κατά τη γνώμη σας πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πόλη σας;
- Το νομάρχη της.
- (παύση) Ένα ακόμα;
- Βεβαίως. Το πάρκινγκ.
- Εσάς πόσο χρόνο σας παίρνει να βρείτε να παρκάρετε;
- Μα εγώ δεν οδηγώ.
- Μάλιστααα.. Πιστεύετε πως οι αρχές της πόλης σας έχουν κάνει τα σωστά βήματα για να αυξήσουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων;
- Επειδή ανοίξαμε μεγάλη κουβέντα και βιάζομαι θα’ θελα να συντομεύουμε.
- Μπλα μπλα μπλα…
«Χάθηκε μια φορά να τηλεφωνήσουν για πολιτικό γκάλοπ που θα παίξει στο δελτίο των 8 ρε πούστη; Αλλά βέβαια, με τέτοιες μαλακίες που τους λες σ’ έχουν στη black list..». Έτσι είναι ο Έλληνας… σώνει και ντε να γίνει διάσημος έστω και ανώνυμα. Ώπα, δεύτερο τηλέφωνο.
- Έλα ρε. Δουλεύεις σήμερα;
- Έλαααα…
- Που πήρα… Αλέκα Κανελλίδου εκεί; Τι φωνή είν’ τούτη ωρέ βαριόμοιρη;
- Μισό, να βάλω ραδιόφωνο…
Φυσικά πετυχαίνει διαφημίσεις. Φυσικά μια απ’ αυτές τις αχαρακτήριστες των Jumbo.
- Μωρέ, βγήκαμε για μια μπύρα χθες και η μία έφερε την άλλη και τ’ ανακατέψαμε και ξέρεις μωρέ.. Πώς είναι όταν εσύ πας για μπιρίμπα στην παραπάνω ρούγα και καταλήγεις στη Φούρκα για τσίπουρα ένα πράμα;
- Ξέρω..Α, να σε πω..θα κατέβεις κέντρο;
- Ξέρω γω...Εσύ;
- Ξέρω γω…Καλά, άμα συναντηθούμε τα λέμε. Λες να πάμε να λιαστούμε σαν τα μοσχάρια στη λιακάδα;
- Ε,ναι.. άμα είναι να πάμε θα πάμε. Αλλιώς… (σκέφτεται, σκέφτεται..ντόινγκ! τη βρήκε την ατάκα) δε θα πάμε.
- Το cd θυμήσου ε!
Κοιτάζει το ρολόι κι έχει αργήσει. Βάφεται λίγο γιατί που θα πάει με τέτοιους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια.. Ψάχνει την τσάντα που κρατούσε χθες που έχει μέσα το λογαριασμό της ΔΕΗ τον οποίο κουβαλάει κάθε μέρα εδώ και μιάμιση βδομάδα με σκοπό να τον ξοφλήσει αλλά θα το κάνει μόνο αφού λήξει. Ωχ, πάλι τηλέφωνο.
- Έλα ρε μάνα…ναι, δουλεύω. Τι; Καλά, θα κοιμάμαι… Καλά, θα τρώω..Καλά λέμε, γειά.
Εκείνη τη μέρα έχει κι ένα σωρό δουλειές..Πως είναι μερικές μέρες που το μόνο που έχεις κανονίσει είναι να βρεις το 6 καθέτως στο σταυρόλεξο: νορβηγός καλουπατζής με 12 γράμματα; Και το παιδεύεις, τηλεφωνείς στους πάντες «-έλα ρε, ξέρεις κανένα Νορβηγόςκαλουπατζή; – ξέρω έναν καλουπατζή στον Εύοσμο και ένα Νορβηγό που’χε έρθει με erasmus στη σχολή πριν 3 χρόνια, σου κάνουν;», το κάνεις κι ένα google μπας και το βρεις και καταπονημένος πας για ύπνο στο τέλος της μέρας και χωρίς να έχεις πετύχει το μοναδικό στόχο που έθεσες; Ε, το ακριβώς αντίθετο σήμερα. Απ’ όλα έχει σήμερα ο μπαξές, μέχρι και δημόσιες υπηρεσίες. Ποτέ οι δουλειές δεν έρχονται με μέτρο.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μήνυμα απ’ το κινητό. «Έχει πλάκα να’ ναι ο Κώστας…» αγχώνεται. Φυσικά και δεν είναι ντε. Απ’ το υπουργείο μεταφορών είναι και την ενημερώνουν να οδηγεί πάντα με ζώνη. «Αφού δεν έχω καν δίπλωμα…» σκέφτεται. Ψάχνει τα κλειδιά για να μην τα ξεχάσει όπως την άλλη φορά μέσα στο σπίτι και τρέχει για κλειδαρά. Το ασανσέρ αυτή τη φορά είναι στον 8ο. «Την τύχη μου, την τσούλα..». Ταυτόχρονα βγαίνει απ’ το διπλανό διαμέρισμα ο κουφός παππούς.
- Καλημέρα κοπελιά! Πώς είναι η Κύπρος;
- Ποια; (Μες τη νύστα και τη βιασύνη ξεχνάει πως ο παππούς νομίζει πως η ηρωίδα μας είναι απ’ την Κύπρο, άσχετα που οι προηγούμενοι νοικάρηδες – 8 χρόνια πριν δηλαδή – ήταν απ’ την Κύπρο.) Αααα..μια χαρά. (γιατί να του χαλάσει την ψευδαίσθηση του γέροντα…).
Κατεβαίνουν στην είσοδο όπου κάποιος έχει παρατήσει τα σκουπίδια του. Ο παππούς αρχίζει τους αφορισμούς προς τη νέα γενιά. «Ωχ, τα σκουπίδια ξέχασα να πάρω μαζί..». Άλλη μια μέρα υπαρκτού σουρεαλισμού ξεκινάει.

Παρεμπιπτόντως και εντελώς τυχαία, η ηλιόλουστη μέρα σε ένα 10λεπτο φέρνει βροχή και η ηρωίδα – πως αλλιώς ντε.. – δεν έχει πάρει μαζί της ομπρέλα. Ρίχνει μια μούντζα κατά πάνω και φοράει την κουκούλα της. Το κόβω να τη μπαγλαρώνουν τα μπατσόνια..

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Η Πολυάννα ξυπνάει



(Πρόκειται για ομάδα που αριθμεί μόνο γυναίκες, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω δεν εμπίπτουν άνδρες σ’αυτή την κατηγορία..δόξα τα χίλια ξωτικά του δάσους...)






Ένας χαρούμενος ήχος αντηχεί στο όμορφο, χρωματιστό δωμάτιο. Ααα.. το ξυπνητήρι… Ανοίγει τα μάτια της κι απ’ τις γρίλιες μπαίνουν οι ηλιαχτίδες. Χαμογελάει που άλλη μια όμορφη μέρα μόλις άρχισε. Σηκώνεται χαριτωμένα απ’ το κρεβάτι με τα πορτοκαλί σκεπάσματα που μοσχοβολάνε μαλακτικό με άρωμα αγριοπαπάγιας και βατόμουρων της Γουατεμάλας. Με αέρινα βήματα φτάνει στην τουαλέτα όπου παρατηρεί το πρόσωπό της φωτισμένο απ’ τη φρεσκάδα της πρωινής δροσιάς. Πλένει προσεκτικά τα δόντια της. Έπειτα, ανοίγει το ψυγείο για να στύψει πορτοκάλια και να πάρει τις απαραίτητες βιταμίνες της. Σίγουρα υπάρχει φρέσκο γάλα που μαζί με θρεπτικά δημητριακά αποτελούν την αρχή μιας δυναμικής μέρας. Μήπως να άλειφε και μια φετούλα με μέλι; Μμμ..το Βιτάμ απλώνεται πλούσιο πάνω στο φρέσκο ψωμί… Η ηρωίδα μας σκάει ένα χαμογελάκι όταν η σκέψη πως θυμίζει τις διαφημίσεις του Βιτάμ την κυριεύει.. Λείπει ένας όμορφος, πλούσιος, πετυχημένος σύζυγος και δύο παιδάκια, ξανθά κατά προτίμηση, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι (με διαφορά μεταξύ τους 14 μήνες. Ε, φυσικά το αγοράκι θα είναι το πρωτότοκο καλέ!). Ο καφές μοσχομυρίζει σαν τις διαφημίσεις γιάκομπς που όλοι κλείνουν αισθαντικά τα μάτια και μεταφέρονται από τα Πατήσια στις ερήμους της Αραβίας…Ανάβει την τηλεόραση και πέφτει πάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα οπότε και ενημερώνεται σύντομα για την επικαιρότητα. Σε λίγο ωστόσο βαριέται. «Δε βάζω καμιά μουσικούλα βρε αδερφέ;» σκέφτεται. Προτιμά κάτι σε cd, για την ακρίβεια Χατζηγιάννη.. «άσε με λοιπόν να δούμε αν μπορώ τη διάθεσή σου ν’ αλλάξω..να πετάς ψηλά, να ζεις…». Σιγομουρμουρίζοντας και σιγοχοροπηδώντας ανοίγει τη μπαλκονόπορτα να αναπνεύσει τον ανοιξιάτικο αέρα της πόλης. Οι κουρτίνες λάμπουν στο εκτυφλωτικό φως. Σαν τις διαφημίσεις του tide ένα πράμα.. Κοιτάζει για λίγο τις γλάστρες στο μπαλκόνι. Έχουν ήδη μπουμπουκιάσει! Σε λίγο το μπαλκόνι της θα γεμίσει χρώματα! Μα απ’ τις ανέμελες κηπουρικές σκέψεις τη διακόπτει ένα τηλεφώνημα:
- Καλημέρα κολλητούλα! Τι κάνεις;
- Ω! Καλημερούδια ψυχούλα μου! Πως κι έτσι πρωινή;
- Σκέφτηκα ν’ αρχίσουμε τη μέρα μας με μια γλυκιά συνομιλία, έτσι, για να πάνε όλα καλά..Δεν έχει τέλειο καιρό σήμερααααα;
- Αχ, ναιιιι…Πολύ όμορφη η ιδέα σου. Έλα ν’ ανταλλάξουμε θετικές ενέργειες*!
- Λοιπόν, άμα τελειώσουμε νωρίς τις δουλίτσες μας εννοείται ότι πάμε για καφεδάκι στη λιακάδα, ΟΚ;
- Φυσικά κουκλίτσα! Φιλάκια πολλά!
- Φιλιάαααααα!
Ακόμα πιο χαρούμενη η ηρωίδα μας ανοίγει την ντουλάπα με τα λουλουδάτα ρούχα της. Δυστυχώς έχουν ξεμείνει και μερικά χειμωνιάτικα αλλά στην πρώτη ευκαιρία θα κάνει ένα ξεσκαρτάρισμα ώστε να μείνουν μόνο τα δαντελωτά πουκαμισάκια και τα ρομαντικά φορέματα, οι αγγελιοφόροι της άνοιξης. Αλλά επειδή είναι ένα αιώνια μεγάλο παιδί αποφασίζει να φορέσει το αγαπημένο άνετο τζιν της και τα αθλητικά παπούτσια που τόσο τη βολεύουν στις μεγάλες βόλτες της. Διαλέγει γρήγορα τα ρούχα, δε βάφεται – άλλωστε, το ξέρει ότι η φυσική ομορφιά της αξίζει πιο πολύ απ’ όλα τα στολίδια του κόσμου – και ψάχνει την τσάντα που ταιριάζει με αυτά που φοράει. Ωχ, δεν πρόλαβε να στρώσει τη κρεβάτι… «Ε, καλά..αφού γυρίσω θα τακτοποιήσω!» σκέφτεται κάπως ενοχικά, κάνει και την πρωινή προσευχή - κατάλοιπο από τα σχολικά χρόνια, την ενοχική προσωπικότητα και την πίστη της ότι τελικά θα το σώσουμε το σώμα μας και την ψυχή μας και την καρέτα-καρέτα και ό,τι άλλο σε πολύτιμο κυκλοφορεί και κλειδώνει την πόρτα. «Τι καλά, το ασανσέρ είναι πάλι σταματημένο στον όροφο μου!» ψιθυρίζει. Φορτωμένη με τη σακούλα με τα σκουπίδια που μυρίζει βανίλια φτάνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεύτερο τηλέφωνο:

- Έλα μανουλίτσα μουυυυ...τι κάνεις; Ναι, ναι, έχω κάτι δουλίτσες. Το μεσημέρι; Αχ, ωραία ιδέα αλλά κανόνισα με τη Βούλα/Σούλα/Τούλα (την όποια έτερη αγγελοκρουσμένη anyway..)να πάμε για καφεδάκι μωρέεεεε...(το νάζι έχει χτυπήσει ταβάνι σ' αυτό το σημείο.) Ωραία, ωραία..υπόσχομαι να ρθω το βραδάκι. Άντε φιλάκια!

Εκεί στην είσοδο, συναντά μια καλοστεκούμενη ηλικιωμένη γειτόνισσα και ανταλλάσσουν πρωινές αβρότητες.
«Όλα θα πάνε καλά!» σκέφτεται καθώς βγαίνει στο δρόμο κι αντικρίζει το γλυκό πρωινό. Και χαρούμενη οδεύει προς τις δουλειές της.






*Αυτό δεν ξέρω πως γίνεται αλλά αφού το ακούμε τόσο συχνά, σίγουρα θα υπάρχει τρόπος..

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

With tired eyes, tired minds, tired souls, we slept.

Αν ο κόσμος έπρεπε να τελειώσει απόψε θα ‘θελα να με βρει σε κάποια σύναξη στη Βιέννη, λίγο πριν τη Σετσεσιόν, με μακρύ φουστάνι – που θα ξέρω πώς να το κυκλοφορήσω κι όχι να το σέρνω άτσαλα – και μ’ ένα ποτήρι τζιν στο χέρι. Μετά θα ακολουθούσαν πολλά ακόμα ποτήρια και στριφτά τσιγάρα. Κι η ιδέα της απαγόρευσης του καπνίσματος θα έμοιαζε τόσο αστεία όσο κι αποτρόπαιη. Γιατί υπήρξαν κάποιες εποχές στην Ιστορία που ο καπνός ήταν αναγκαίος για να σκεφτεί ο άνθρωπος πιο θολωμένα μήπως και κάνει εκείνο το απρόσμενο βήμα που δε χωράει σε κοινωνικές συνθήκες, μήπως και σχηματίσει εκτός του αυτό που τον χαρακώνει εντός του. Κάποια στιγμή, αργοπορημένος χωρίς την ανάγκη να δικαιολογηθεί, θα έφτανε κι ο Κλιμτ, θα ενοχλούσε το βλέμμα του κι έτσι δε θα χρειαζόταν να μιλάει. Θα ήταν το σπίτι γεμάτο ιδέες και τίποτα χειροπιαστό εκτός απ’ τα ποτά. Κι αν αρχίζαμε να χορεύουμε χωρίς να μιλάμε με τη φυσικότητα που έχουμε όταν σιωπούμε μπροστά στο αγαπημένο, γύρω θα γκρεμίζονταν οι τοίχοι, οι οροφές και τα πατώματα. Θα διαλύονταν σαν στάχτη ή πατουσολακούβες (αυτό με τα κάστρα εντελώς κλισέ πια..) από άμμο, σιωπηλά και διακριτικά. Άλλωστε εμείς θα κερδίζαμε τις εντυπώσεις, αυτά θα λειτουργούσαν κάπως σαν παραπληρωματικό μοτίβο. Και θα συνεχίζαμε να χορεύουμε μέχρι να μη βρίσκουν κάπου να ισορροπήσουν τα πόδια μας. Όλοι χαμογελαστοί. Και θολωμένοι. Όταν διαλύεται ο κόσμος καλό είναι να έχεις ορθάνοιχτα μάτια αν θες να τον σώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, ενδείκνυται συμπεριφορά κλάιν μάιν κουλτουριάρη με απροσδιόριστο επάγγελμα, πικρόχολο λεξιλόγιο και ασυναίσθητη ανάγκη να παρακολουθεί τον εαυτό του και να αλλάζει ρόλους, όχι για τον άλλους αλλά για κείνον. Για να αντέχει τον εαυτό του.
Ποιόν εαυτό…Εγώ έχω μετρήσει ήδη έξι. Δεν τους έδωσα ονόματα γιατί κι εγώ που έχω ένα αναγκάστηκα γρήγορα να φορτωθώ άλλα τρία που έχουν εντυπωθεί στη συνείδηση των συνοδοιπόρων. Κι έτσι, ο καθένας μόνος όταν σκοτεινιάζει κι πιο μόνος όταν νιώθει ικανός να κατακτήσει όλο τον κόσμο, μόνος με τους πολλούς εαυτούς μετράει τις μέρες για την άνοιξη. Κι ας το κάνουν ένα σωρό άνθρωποι τριγύρω, σαν μοναδική διαδικασία μοιάζει. Απ’ αυτό που νομίζουν όλοι ότι καταφέρνουν όταν το πιθανότερο είναι να έχουν απλώς περάσει το σύνορο πιωμένοι. Και πάλι στον ύπνο πιαστήκαμε..Κρίμα η προετοιμασία και τα ερωτηματικά και και τα διλήμματα και όλα αυτά που δίνουν την ψευδαίσθηση της σκέψης. Όλα φυσικά έρχονται. Κι η άνοιξη και τα επόμενα κεφάλαια, και τα επόμενα τσιγάρα κι ο ύπνος. Αλλά να…είναι μερικοί σπαστικοί άνθρωποι με πολλή ζοχάδα κι αναλυτική σκέψη, με σκούρα ρούχα και υποχρεώσεις που πάντα τις αφήνουν μισοτελειωμένες γιατί βαριούνται όλα τα γύρω τους (και τα μέσα τους βεβαίως..) και καταλήγουν να κουράζονται στα εύκολα, να προσπαθούν στα δύσκολα και στο τέλος να κάνουν όμορφες τρύπες στο νερό που μια απ’ αυτές στο άμεσο μέλλον θα τους καταπιεί – όχι τίποτα άλλο, αλλά έχουν κατασκάψει όλο τον τόπο... Υπάρχει κι η περίπτωση να έκαναν κάτι χρήσιμο ή ουσιαστικό αλλά όταν περνούσαν απ’ το σύνορο που σηματοδοτεί τη διαφορά να ήταν και πάλι πιωμένοι. Αλλά δεν θα το εξετάσω γιατί δεν ξέρω αν είναι το χειρότερο ή το καλύτερο που μπορεί να τους συμβεί..
Και πήγαν για ύπνο πτώματα ενώ όλες τις μέρες σκέφτονται πως θα κάνουν κάτι που ποτέ δεν κάνουν.

(και τώρα που το σκέφτομαι το πιθανότερο είναι σε 50 σειρές να προσπαθούν να πουν κάτι που γράφτηκε σε μία…)
(ε..το 'ξερα πως δε θα ήταν δόκιμο να κλειστώ για 6 ώρες σε μια αίθουσα σινεμά, να τα αποτελέσματα…και δη σε πειραματικές ταινίες όπου τελειώνει ο κόσμος…)
(εαυτός 3 προς εαυτό 2: παίζουν κι άλλες παρενθέσεις για θα μιλήσεις ντεκλαρέ;)
(εαυτός 5: ο 2 πάντα σιωπά όταν ο 3 του απευθύνει το λόγο. Κι εγώ δεν έχω απάντηση.)