That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Πράξη επαναφοράς στη πραγματικότητα #1

Σπάσιμο νεύρων : Όταν τα λόγια μου ακούγονται σαν παράσιτα των σκέψεων μου και μένουν στο κεφάλι μου ως παράσιτα των σκέψεων μου, τις αδυνατίζουν και τις αρρωσταίνουν μέχρι να τις φέρουν στα μέτρα τους, ώσπου να μείνει μόνο ένα δέρμα σκέψης να τα καλύπτει, ίσα ίσα για να δικαιολογούν το χαρακτηρισμό τους ώς παράσιτα....

Ανάληψη δράσης (λέμε τώρα): ...τότε σταματάω να μιλάω, κάνω ένα διάλειμμα σιωπής και αναρωτιέμαι αν θα μάθω να μιλάω επιτέλους και πότε.


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Δεν ήταν τέτοιος τύπος

Πήγε λοιπόν σε παπά και ο παπάς του είπε: «Έχεις το διάβολο μέσα σου.»


«Αλήθεια; Μήπως κάνετε λάθος πάτερ; Δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


«ΑΨΗΦΑΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;;;;», απάντησε εκείνος και το πρόσωπό του φωτίστηκε σε ψυχρές αποχρώσεις του μπλε από μια αστραπή, έτσι όπως είχε σταθεί όρθιος πάνω από το κεφάλι του και αμέσως μετά ακούστηκε η υπόκωφη βροντή. Ούτε που κατάλαβε πότε το έβαλε στα πόδια και βρέθηκε έξω από την εκκλησία. Όπου ο ήλιος έλαμπε και δεν υπήρχε ίχνος επερχόμενης καταιγίδας.

«Τι σου κάνουν τα μεγάλα μέσα», σκέφτηκε.


Στο δρόμο δεν είχε κόσμο.

Ήταν μόνο μια γιαγιά που προσπαθούσε να περάσει το δρόμο. Πήγε διακριτικά δίπλα της και τη ρώτησε κι αυτή την ίδια ερώτηση που είχε ρωτήσει τον παπά.

Η γιαγιά αναπήδησε πάνω στο πι της και αυτό προκάλεσε μια μετατόπιση των οστεοφύτων της και της κόστισε μια έξαρση των αρθριτικών της στα γόνατα και τους αστραγάλους τις ημέρες που ακολούθησαν. Όταν συνήλθε και αφού αναγκάστηκε να της επαναλάβει την ερώτηση, πήρε την εξής απάντηση:

«Τι λες παιδάκι μου; Πού να ξέρω γω γριά γυναίκα; Δοκίμασες να κάνεις καμιά εντριβή με οινόπνευμα;»

«Μπα. Λέτε να βοηθήσει;»

«Ξέρω κι εγώ πουλάκι μου. Μη με σκοτίζεις πιότερο. Έλα, βοήθα με να περάσω το δρόμο».

«Α, μη το συζητάτε. Δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


Κι έφυγε με τα χέρια στις τσέπες, ενώ η γριά με υπεράνθρωπη προσπάθεια είχε σηκώσει το πι στα χέρια και τον καταριόταν. Δεν ήταν κανένας ηλίθιος, ούτε κανένας αναίσθητος. Είχε δει τα ροδάκια στο πι και τα ελατήρια στα σταράκια της.


Λίγο πιο κάτω στο δρόμο βρήκε την ιεραπόστολο κατά της ανεπιθύμητης τριχοφυΐας, που αποτρίχωνε νεαρές (τριχωτές) ανυποψίαστες περαστικές με δύο εντυπωσιακά γυρίσματα του σπαθιού της που πρώτα βουτούσε σε μια λεκάνη με καυτό κερί και εναπόθετε την επίτευξη της επίγειας αποστολής της (εναντίον της υπονόμευσης της τελειότητας του σύμπαντος) στο Υπέρτατο Ον με ακούσιες ταπεινές παρακλήσεις χωρίς σταματημό, ενώ το τρανζιστοράκι της έπαιζε τις τελευταίες επιτυχίες του σταθμού «Λυδία η Φιλιππησία».

Δεν έκανε τον κόπο να την ρωτήσει. Κι εξάλλου … κρατούσε σπαθί.


«Πού πας; Δε θες να με ρωτήσεις τίποτα;» Φώναξε αυτή.

«Ξέρετε …» έσκυψε για να αποφύγει το σπαθί της που «λύτρωνε» εκείνη τη στιγμή δύο μουσάτες δεσποινίδες, «…δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


«Πού ήξερε αυτή ότι ήθελα να ρωτήσω κάτι;» , σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του και δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια ανούσια σπατάλη τρίχας.


Περνώντας μπροστά από ένα παραδοσιακό κουρείο, κοιτάχτηκε στον διαφημιστικό καθρέφτη της βιτρίνας με την επιγραφή «Χρειάζεστε ξύρισμα;» και η πρότερη απορία του λύθηκε. Όχι, δε χρειαζόταν ξύρισμα, κι ούτε ήταν αυτή δική του απορία. Ήξερε πώς η ταπεινή αμαζόνα μάντεψε το ερωτηματικό του. Και δε χρειαζόταν μάλλον καθόλου να μαντέψει καθώς στο… τεράστιο μέτωπο του είχε σχηματιστεί ένα τεράστιο ερωτηματικό χρώματος μωβ. Πότε απέκτησε αυτό το γελοίο σημάδι;


Προσπάθησε να το τρίψει, αλλά το χρώμα ήταν πολύ πηχτό και το μόνο που κατάφερνε ήταν να μουτζουρωθεί. Έσκυψε στη σχάρα που έβγαζε τους ατμούς από το διπλανό καθαριστήριο και έβαλε το μέτωπο του εκεί. Σιγά σιγά μούλιασε, το χρώμα υγροποιήθηκε και άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα μάτια του. Σκουπίστηκε στη μπλούζα του. Και ήταν σαν καινούριος. Και το δέρμα του, σα μωρού.


Υπέθεσε ότι η παράξενη ρομφαιοφόρος είχε κάποια σχέση μ’ αυτό το δυσάρεστο περιστατικό, μια φάρσα αποκάλυψης, ένα τρικ στην υπηρεσία του Σκοπού, αλλά, μά τις λιγοστές τρίχες στο, εκτεθειμένο στο κρύο, κεφάλι του! Δεν επρόκειτο να ρισκάρει το ισχνό του σκέπασμα για να ζητήσει εξηγήσεις.


Αντιθέτως, αυτή η φωνή που άκουγε τώρα μέσα από τη σχάρα του καθαριστηρίου, δεν μπορούσε προφανώς να τον βλάψει. Ξαναέσκυψε και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της. Κάποια στιγμή η φωνή ανταποκρίθηκε. Kαι έτσι της έκανε την ερώτηση. Ο σωλήνας έφερε την ερώτηση στα αυτιά της φωνής, με την απαραίτητη παραμόρφωση και μυστηριακή μεταμόρφωση της προέλευσης της, με αποτέλεσμα η ίδια η ανοησία της ερώτησης να την ανάγει σε υπερφυσική πρόκληση.


Η φωνή κόμπλαρε. Δίσταζε. Με δάκρυα να αλατίζουν τα ήδη υγρά, λόγω των ατμών, κύματα της, η φωνή δεν απάντησε, αλλά ρώτησε «Ποιος είναι;» και μετά ξαναρώτησε «Πού με ξέρεις;» και, τελικά, σώπασε για λίγο και δήλωσε ψιθυριστά: «Μπορείς να έρθεις μέσα, αν θέλεις.»


Δεν ήθελε. Δεν ήταν τέτοιος τύπος. Της εισόδου. Ήταν της εξόδου, πολυέξοδος, αδιέξοδος και διεξοδικός. Κι έτσι χαιρέτησε και έφυγε κι από κει.


Η απογοήτευση τον είχε ζώσει… … αλλά αρνούνταν να το παραδεχτεί. Ήθελε να παραμείνει αισιόδοξος (κι ας μην έχει συνθετικό την έξοδο, δεν παύει να μοιάζει σα να έχει συνθετικό την έξοδο). Όμως δεν το κατάφερνε και πολύ καλά.


Προσπάθησε να χαρεί τη ζωή, να βρει όμορφα πράγματα γύρω του να θαυμάσει.

Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, αλλά στην πορεία το βλέμμα του κοντοστάθηκε πάνω σε μια στέγη όπου ένας ασπρομούρης πίθηκος και ένα μαύρο γεράκι στέκονταν πάνω στα κεραμιδί κεραμίδια. Του φάνηκε πως ο πίθηκος του έγνεψε κι έτσι πήρε το θάρρος να σκαρφαλώσει από το λούκι ως τη στέγη και να συστηθεί στην αλλόκοτη παρέα. Άνετα και ελεύθερα άγχους, ως άγρια ζώα, του ενέπνευσαν εμπιστοσύνη. Και η απογοήτευση έκανε φτερά.


Ο ασπρομούρης πίθηκος ήταν πολύ φιλικός, αλλά και απόμακρος σαν έμπειρος ναυτικός και το μαύρο γεράκι ήταν βλοσυρό και λιγομίλητο, αλλά μπορούσες να διακρίνεις στην αντανάκλαση του ματιού του το ενδιαφέρον του για τη συζήτηση. Άλλα πάνω απ’ όλα οι δύο αυτοί φίλοι ταίριαζαν τόσο μ’ αυτή την κατά τ’ άλλα συνηθισμένη σκεπή σαν να ήταν εκεί από πάντα, σαν αναπάντεχα gargoyles.

Σύντομα τους εξέθεσε τον προβληματισμό του.


Δεν εντυπωσιάστηκαν. Ούτε τα έχασαν. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μόνο σκέφτηκαν για λίγο.


Περίμενε το απαύγασμα της σοφίας τους, που υπέθετε πως ήταν απαραίτητο προσόν ενός πιθήκου και ενός γερακιού που βρίσκονται καθισμένοι σε μία στέγη. «Αν αυτοί δεν μπορούν να μου λύσουν την απορία, κανένας δε μπορεί.», σκέφτηκε, κανείς δεν ξέρει γιατί, και νοερά μασουλούσε τα νύχια του και χτυπούσε ανυπόμονα το πόδι του και έκανε βόλτες πάνω κάτω σε ένα λευκό, λουσμένο στο φως διάδρομο. Κι όπως ήταν έτοιμος, νοερά πάντα, να κάνει (έναν νοερό) εμετό από την αγωνία, είδε τον πίθηκο να ανακάθεται και το γεράκι να ανασκουμπώνεται. Αναστέναξε κι αυτός.


Και ο πίθηκος είπε: «Αν περιμένεις από μένα κάποιο ηθικό δίδαγμα είσαι πολύ γελασμένος». Πήγε να πει ότι αυτός δεν είναι τέτοιος τύπος και σε ουδεμία περίπτωση δε θα ενέπλεκε την ηθική στις κουβέντες του, όταν το γεράκι τον διέκοψε λέγοντας: «Γιατί έτσι.»


Δεν το κατάλαβε πότε βρέθηκε κάτω στη γη και πάλι. Κοίταξε ψηλά να δει τους φίλους του, αλλά δεν κατάφερνε να δει πολλά πράγματα. Γενικότερα. Μέσα στο μυαλό του κυριαρχούσε ένα άσπρο φως που έσβηνε όλα όσα βρίσκονταν εκεί μέσα αλλά και έξω. Εκτός από την τελευταία αυτή φράση που άκουσε.

Ώστε αυτή ήταν η απάντηση που γύρευε;


Προφανώς! Αισθάνθηκε το σώμα του να γεμίζει με αέρα αρωματισμένο με μέντα. Ήταν ανάλαφρος και με οξυμένες τις αισθήσεις. Αίμα συνέρρεε σε κάθε έναν αισθητικό του κάλυκα και ένιωθε πια ότι ένιωθε τα πάντα. Και τα κατανοούσε πια. Η έκσταση κάλυψε κάθε εκατοστό του κορμιού του και είχε συναίσθηση για ό, τι γινόταν μέσα του, σε κάθε κύτταρο του.


Γιατί έτσι. Περπατούσε και γελούσε δυνατά. Έτρεχε σχεδόν. Έτσι είναι. Αυτό ήταν. Χα!


...




Δεν πέρασε πολύ ώρα. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και προσπάθησε να μειώσει τον καταρράκτη των ερεθισμάτων που έφταναν στον εγκέφαλό του. Έψαχνε κάτι μέσα στο σωρό των συνδέσεων που μπλέκονταν μεταξύ τους. Μετά από κάμποση ώρα, αφού είχε ολόκληρος μουδιάσει, κατάφερε επιτέλους να χτενίσει αυτές τις αναθεματισμένες συνδέσεις και να φτάσει στους κόμπους των σκέψεων του.


Πουθενά! Όπου κι αν έψαξε, δεν τη βρήκε πουθενά. Πανικοβλήθηκε. Κοίταξε γύρω του. Κανείς. Και ο δρόμος άγνωστος. Ξένα γράμματα στους τοίχους.


Πού ήταν πριν και πού είναι τώρα; Ίσως αν ξανάβρισκε αυτούς που είχε συναντήσει… πού όμως; Άρχισε να περπατάει πίσω στο δρόμο που νόμιζε ότι θυμόταν ότι είχε πάρει για να φτάσει εκεί. Μήπως βρει κάποιον από αυτούς που είχε βρει πριν ή, έστω, κάποιον, οποιονδήποτε… να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία… σε κάποιον να απαντήσει… μπας και…


Η απογοήτευση ήρθε ξανά κι αυτή τη φορά έμεινε.

Ήξερε πολύ καλά, πως η ερώτηση είχε χαθεί για πάντα.

Και η απάντηση, λόγω της ζωώδους της προέλευσης, επιτακτικά ερεθισμένη, ζητούσε εκ νέου ζευγάρωμα.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Στα κακά καθούμενα

Μέσα σε μια στιγμή ακούστηκε ένα ''χρατς'' και χάθηκαν όλα.Αστραπιαία αποκόπηκε το παρόν από το παρελθόν.Όχι ότι έδωσε σημασία.Η αλήθεια είναι οτί μπορεί και μην το κατάλαβε.Πώς είναι δυνατόν το άγνωστο να'γινε γνωστό μέσα σε μια στιγμή;Και το γνωστό να το ρούφηξε η δίνη του χρόνου;Κοινότυπο,αλλά έτσι ήταν.Πώς γίνεται να αισθάνεται ταυτόχρονα και μαζί και μόνος;
Δυο σκιές μόνες περιφέρονται σε φιδωτές πορείες που μοιάζουν τροχιές,αλλά δεν είναι.Σαν να μην ψάχνουν τρόπο για να συμπέσουν.Και το τοπίο είναι εντελώς θολό.
Απολύτως πεπεισμένες ότι δε θα λουστούν στο φως,δέχονται την μοίρα σαν νομοτέλεια.Θα χαθούν στην ομίχλη,όπως εκείνο το βράδυ,μόνο που δε θ'ακουστεί ούτε φωνή.



Όλα αυτά είναι χαζά,αλλά αυτά παθαίνει κανείς,όταν δεν τον αφήνουν να κατέβει με τις φόρμες σαββατιάτικα βόλτα στην παραλία.Αυτά τα αναπάντεχα συναπαντήματα έχουν καταντήσει πια αηδία σ'αυτήν την πόλη.Ουφ!!!!

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Στο κλιμακοστάσιο της μεταμόρφωσης













Σηκώθηκε κι άφησε την παρέα στο σαλόνι προσπαθώντας να τραβήξει τη λιγότερο δυνατή προσοχή.
Πάλευε ήδη δέκα λεπτά να βρει πως είναι το προσωπείο "ολαειναικαλα" για να φορέσει και..
παίρνοντας τη στροφή για να ανέβει το κλιμακοστάσιο ήρθε σε μετωπική με
τη Θλίψη Όλουτουκοσμου.

Η τελευταία κόλλησε πάνω της και πέρασε έρποντας όλο της το κορμί, αποφασίζοντας να εγκατασταθεί επάνω στο κεφάλι της.
Ένα μαύρο κουβάρι με χίλια πλοκάμια που ανέμιζαν σαν εκείνα της ξακουστής Μέδουσας.

Σκαλί στο σκαλί κοντοστεκόταν γιατί κι άλλο ένα δάκρυ ερχόταν και φώλιαζε στα μαλλιά της.. κι άλλη μια κραυγή στρωνόταν φαρδιά πλατιά πάνω της.
Εικόνες χιλιάδες περνούσαν μπροστά από τα μάτια της, εικόνες του κόσμου, όλος ο κόσμος.

Κι ύστερα τα μάτια της έγιναν μπλε.
Πρώτα οι κόρες..κι έπειτα το μπλε άρχιζε να ξεχειλίζει σαν τα μαύρα πλοκάμια της περικεφαλαίας της κι έβαψε και το άσπρο των ματιών της.
Δεν έσταζαν πλεόν, παρά απορροφούσαν..όλη την υγρασία που εκλύοταν στην ατμόσφαιρα από τα θλιμμένα μάτια αυτής της πολύμορφης πλάσης.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Δε συνέβη τίποτα...

Πολύ ησυχία έπεσε ξαφνικά! Κι επειδή βαρέθηκα να βλέπω το προηγούμενο ηλίθιο πόστ, ας βάλω κανα (πολύ ωραίο) τραγουδάκι να βρίσκεται! Από ένα αγαπημένο μου συγκρότημα για τα σύμ-πουλά μου και όποιον του αρέσει!


We look younger than we feel
and older than we are
now nobody's funny
no god, they took our fashion week
that's a real bad thing
cause we have scars to cover

now I forget how to think
so crack my skull
rearrange me

lover put me in your beautiful bed
and cover me
lover put me in your beautiful bed

Nothing made a sound in Williamstown that night
and all the air was empty
then what to my wondering eyes should appear
nothing, cause nothing ever happens here

now I forget how to think
so crack my skull
rearrange me

lover put me in your beautiful bed
and cover me
lover put me in your beautiful bed

nothing ever happened here
nothing ever happened here
bad things never happen to the beautiful

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Tην επόμενη φορά θα ζητήσω φίλτρου...


- Γεια σας.

- Τι θα θέλατε;

- Έναν γαλλικό.

- Ένα γλυκό;

- Έναν γαλλικό!


- Ένα γλυκό ΤΙ;


-
Γαλλικό, Γ-Α-Λ-Λ-Ι-Κ-Ο
!!!

- Αααα, έναν γαλλικό!!!


- Ναι! Χα Χα! (ξινά και ευγενικά συνάμα)

(Φσιιιουουουου, γρου γρου <-- ήχοι μηχανής καφέ)

- … Τι έχω πάθει σήμερα; Γεράματα… Γλυκό;

- ΓΑΛ-ΛΙ εεεεεεεεε, όχι, σκέτο!