That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Well, it's got to be a chocolate Jesus

Ένα τραγουδάκι λόγω των ημερών...

Ας χορέψουμε κι εμείς σα να πάθαμε λουμπάγκο!




"This is a eh... a song for those of you in the audience who have trouble getting up on Sunday morning and going to church... I've discovered something, ehm... it's a candy item. It's actually kind of an immaculate confection. It's eh... there's a cross on one side and there's a bible inscription on the other, and eh... you put it in your mouth and when it's gone you can... get up and leave. So... This is something for the kids on eh Easter. This is called eh the 'Chocolate Jesus'."

Chocolate Jesus


Well, I don't go to church on Sunday
Don't get on my knees to pray
Don't memorize the books of the bible
I got my own special way

I know Jesus loves me
maybe just a little bit more
I fall down on my knees every Sunday
at Zerelda Lee's candy store

Well, I've got to be a chocolate Jesus
Make me feel good inside
Got to be a chocolate Jesus
Keep me satisfied

Well, I don't want no Abba Zabba
Don't want no Almond Joy
There ain't nothing better
suitable for this boy

Well, it's the only thing that can pick me up
It's better than a cup of gold
See, only a chocolate Jesus
can satisfy my soul

When the weather gets rough and it's whiskey in the shade
it's best to wrap your savior up in cellophane
He flows like the big muddy but that's okay
pour him over ice cream for a nice parfait

Well, it's got to be a chocolate Jesus
Good enough for me
Got to be a chocolate Jesus
It's good enough for me

And it's got to be a chocolate Jesus
Make me feel so good inside
Got to be a chocolate Jesus
Keep me satisfied


Written by: Tom Waits and Kathleen Waits-Brennan

Στο Καφενείο


Ο θυρωρός έφευγε για το καφενείο της γωνίας, μια ορισμένη ώρα, αλλά ωστόσο διαφορετική από εκείνη του μεσημεριανού φαγητού ή των ορεκτικών. Υπήρχε εκεί, ο άνθρωπος που χωρίς να είναι λεπρός έκρυβε το πρόσωπο του πίσω από μια εφημερίδα, αυτός που πραγματοποιούσε το καταπληκτικό και καθημερινό θαύμα του να καταπίνει ένα ποτό τοποθετώντας τα χείλη του σ'ένα ποτήρι, ο άλλος που προσπαθούσε να διαβάσει μια εφημερίδα πάνω από τον ώμο του διπλανού του, τινάζοντας νωχελικά τη στάχτη του τσιγάρου στο άδειο φλιτζάνι του καφέ, κι εκείνος που μετρούσε νοερά τα βήματα του μήκους μιας σκεπαστής βεράντας, ρωτώντας την ώρα συλλαβιστά... Όλοι μαζί, μια ορισμένη ώρα, μετέτρεπαν το λαϊκό καφενείο της γωνίας σε καράβι-φάντασμα ή σε τριήρη που με καιόμενη την πλώρη της, συνέχιζε ωστόσο το ταξίδι της περισσότερο από εκατό χρόνια τώρα...

Ο θυρωρός διέσχιζε την αυλή. Η γρηγοράδα με την οποία το έκανε έσβηνε ακόμα και την αίσθηση του γλιστρήματος, που την επανακτούσε, βέβαια, όταν έφτανε στη μεγάλη πόρτα και, βγαίνοντας στο δρόμο, σήκωνε τα μάτια του απέναντι στη μεγαλοπρέπεια της ημέρας. Συνέχιζε να διεισδύει μέσα στη βαρετή γραμμικότητα του δρόμου που χανόταν στο βάθος, χωρίς να απολαμβάνει κανένα αίσθημα κατάκτησης ή δικαίωσης. Έφτανε στο καφενείο. Οι παράξενοι και ευχάριστοι τύποι που βρίσκονταν εκεί, έμεναν ακίνητοι και δεν έδειχναν να θέλουν να ολοκληρωθούν μέσα σε νέους συνδυασμούς. Κοκαλωμένοι, πεθαμένοι μέσα στον πάγο έμοιαζαν περισσότερο με Βίκινγκς, Βρετανούς ή Νορμανδούς οι οποίοι ακολουθούσαν στο χιόνι τα ίχνη μιας χαμένης αποστολής. Η ανία έπηζε σε μεταλλική ομίχλη και η στάχτη του πούρου που έπεφτε, θα μπορούσε να είναι τόσο μια διαταγή θανάτου, όσο κι ένας απότομος τρόπος να εγκαταλείψουν το βράχο της πλήξης, μέσα σε μια λίμνη λευκής ακολασίας. Ο θυρωρός εισχωρούσε σ'αυτήν την ακίνητη πανίδα και άλλαζε μερικά σύντομα λόγια με τον άνδρα που σερβίριζε, κερδίζοντας τις ματιές των άλλων, την ίδια ώρα που δυο παιδιά με ροδοκόκκινους χιτώνες έμπαιναν στην αυλή για να παρατηρήσουν κρυφά τους δείκτες του ρολογιού.

Απόσπασμα από το διήγημα Η βιολετιά αυλή (1941) του Jose Lezama Lima, σε μετάφραση Θέμη Τασούλη, από το βιβλίο Το παιχνίδι των αποκεφαλισμών, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Είχα μια φίλη

Είχα μια φίλη που ζούσε δυό ζωές. Ζούσε δυο παράλληλες ζωές.
Μία μπροστά στον κόσμο, μια μαζί με τον κόσμο
και μια άλλη μόνη της, μια άλλη όταν ήταν μόνη της.
Με το που έμενε μόνη της λοιπόν άνοιγε την πόρτα του παραμυθιού ή έμπαινε απο το παραθύρι του ονείρου στο δικό της παράλληλο παράλογο σύμπαν. Καθόταν εκεί από λεπτά μέχρι ώρες ατελείωτες μέχρι να την γυρίσει ο κόσμος πίσω στην άλλη ζωή..και τότε φορούσε το χαμόγελο ενός φυσιολογικού ανθρώπου και τίναζε από πάνω της τα πέταλα από τα χρυσαλιφούρφουρα, που τόσο της άρεσε να μαζεύει στο παράλογο σύμπαν της, μη τύχει και την καταλάβουν.
Κι ήταν χαρούμενη με τους ιππότες, τις πριγκήπισσες ,τους δράκους, τα ξωτικά και τις νεράιδες της..και δεν ζητούσε τίποτα από τον κόσμο.

Είχα μια φίλη που της άρεσαν τα λουλούδια του πραγματικού κόσμου μα δεν έκανε ποτέ την κίνηση να τα κόψει είχε κι αυτή δικά της λουλούδια παράλογα κι όμορφα..μα τα λουλούδια του κόσμου κοβόταν μόνα τους για χάρη της και μπλέκοταν χωρίς να το ζητήσει στα δάχτυλά της και τότε αυτή τα έβαζε στο παράλογο σύμπαν της να τους ξεναγήσει στον κόσμο της αφού θέλανε αυτά τόσο πολύ να μπλεχτούν μέσα στο δικό της κουβάρι πως να μην μοιραστεί μαζί τους μετά τις χαρές της? Μα μόλις τα βαζε στον κόσμο της γινόταν σκόνη που την έπαιρνε μακρυά ο βοριάς.
Είχα μια φίλη.

Kι αν υποθέσουμε

[Από την ενότητα Νοσοκομείο εκστρατείας (1964-1968)]

Κι αν υποθέσουμε

Κι αν υποθέσουμε πως όλα έρχονταν καλά
και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε
και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική
κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά
λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι
αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά
κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια --

Τι κουβεντιάζουμε, κανένα γιατρικό δεν ωφελεί
καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Από τη συγκεντρωτική συλλογή Ο δύσκολος θάνατος (1985)

The National - Slow Show




Standing at the punch table swallowing punch
can’t pay attention to the sound of anyone
a little more stupid, a little more scared
every minute more unprepared

I made a mistake in my life today
everything I love gets lost in drawers
I want to start over, I want to be winning
way out of sync from the beginning

I wanna hurry home to you
put on a slow, dumb show for you
and crack you up
so you can put a blue ribbon on my brain
god I’m very, very frightened
I’ll overdo it

Looking for somewhere to stand and stare
I leaned on the wall and the wall leaned away
Can I get a minute of not being nervous
and not thinking of my dick
My leg is sparkles, my leg is pins
I better get my self together, better gather my self in
You could drive a car through my head in five minutes
from one side of it to the other

I wanna hurry home to you
put on a slow, dumb show for you
and crack you up
so you can put a blue ribbon on my brain
god I’m very, very frightened
I’ll overdo it

You know I dreamed about you
for twenty-nine years before I saw you
You know I dreamed about you
I missed you for
for twenty-nine years

You know I dreamed about you
for twenty-nine years before I saw you
You know I dreamed about you
I missed you for
for twenty-nine years

Βιογραφία

"Πρέπει, οπωσδήποτε, ν' αλλάξω ζωή, αλλιώς είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω από την άθλια καθημερινότητα, υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ λιγότερο εύκολος στις διάφορες προφάσεις - μα ιδιαίτερα, αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές. Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι μεγάλο, όπως ονειρευόμουν απο παιδί..."


Αυτά έγραφε κάποιος ένα βράδυ με χέρια που τρέμανε. Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε. Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια πέθανε.


Τάσος Λειβαδίτης

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Summertime in Prague

Summertime in Prague
When blood was warm, when blood was young
After all those tears
After all those years
I long for...

Summertime in Prague
We were so rich without a dime
When I was your queen
And you were my king
Without a palace

We would sleep in cheap hotels
And wake up from the sound
Of bells on Sundays
We would only drink cheap wine
But I was yours and you were mine

Summertime in Prague
I was a fool I could not see
That you were mend to be
The only one for me
Now I long for...

We would sleep in cheap hotels
And wake up from the sound
Of bells on Sundays
We would only drink cheap wine
But I was yours and you were mine

Summertime in Prague
When blood was warm, when blood was young
After all those tears
After all those years
I long for...
Summertime in Prague

Summertime in Prague...

You'll be buried in the clothes that you never wore...

Μια ατμοσφαιρική διασκεύη ενός αγαπημένου τραγουδιού, αφιερωμένο...

It's Over


You must have brought the bad weather with you
The sky's the colour of lead
All you've left me is a feather
on an unmade bed

It's always me whenever there's trouble
The world does nothing but turn
And the ring it fell off my finger
I guess I'll never learn

But it's over, it's over, it's over
I'm getting dressed in the dark
Our story ends before it begins
I always confess to everyone's sins
The nail gets hammered down
And it's over, let it go

So don't go and make a big deal out of nothing
Well it's just a storm on a dime
And I've always found there's nothing
that money can't buy
I've already gone to the place I'm going
There's no place left to fall
And there's something to be said
for saying nothing at all

And it's over, it's over, it's over
It's done forgotten and through
No one cares what it's all for
You'll be buried in the clothes
that you've never wore
So keep your suitcase by the door
It's over, let it go

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

AGAIN

You're tearing me apart
Crushing me inside
You used to lift me up
Now you get me down

If I was to walk away
From you, my love
Could I laugh again?
If I walk away from you
And leave my love
Could I laugh again?
Again, again...

You're killing me again
Am I still in your head?
You used to light me up
Now you shut me down

If I was to walk away
From you, my love
Could I laugh again?
If I walk away from you
And leave my love
Could I laugh again?

I'm losing you again
Lacking me inside
I used to lift you up
Now I get you down

Without your love
You're tearing me apart
With you close by
You're crushing me inside
Without your love
You're tearing me apart
Without your love
I'm doused in madness
I can't lose the sadness
Can't lose the sadness

Can't lose the sadness

You're tearing me apart
Crushing me inside
Without your love
(you used to lift me up)
You're crushing me inside
(now you get me down)
With you close by
I'm doused in madness
Can't lose the sadness
It's ripping me apart
It's tearing me apart
It's tearing me apart
I don't know how
It's ripping me apart
It's tearing me apart
It's tearing me apart
I don't know why
I don't know why
I don't know why
I don't know why
Without your love
Without your love
Without your love
Without your love
It's tearing me apart

archive

Ενα σεϊκερ παραδοσιακά

Γω το φαρμάκι το 'κανα ωραία λεμονάδα
το σήκωνα και το 'πινα με τόση νοστιμάδα

Από τα γλυκά σου μάτια
τρέχει αθάνατο νερό
και σου γύρεψα λιγάκι
και δε μου ‘δωσες να πιω

Απ' τον τόπο που είμαι εγώ
ξέυρουν ν' αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν

Everything for free


I don't know who you are

But you seem very nice
So will you talk to me
Shall I tell you a story
Shall I tell you a dream
They think I'm crazy
But they don't know that I like it here
It's nice in here, I get everything for free

Have you been here before
Shall I show you around
It's very pretty
Have you come here to stay
Well, you sure picked a day
My name is Billy
It's my birthday, you're invited to my party down the hall

Where I go, what I'll become or who I am or what I'll be
I'll never know, but I am sure that I'll get everything for free

I'm not troubled or sad
I'm just ready for bed
It's been a long day
Before they switch off the lights
It truly was a delight
They think I'm crazy
But they don't know that I like it here
It's nice in here

Where I go, what I'll become or who I am or what I'll be
I'll never know, but I am sure that I'll get everything for free

Where I go, what I'll become or who I am or what I'll be
I'll never know, but I am sure that I'll get everything for free
Everything for free

I don't know who you are
But you seem very nice
So will you talk to me
Have you been here before
Well, you sure picked a day
They think I'm crazy

K's Choice

Koop islands blues

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Μια πόρτα χτύπησα κι εγώ

Θα σε περιεργάζομαι
κι έτσι χωρίς να βιάζομαι
σεμνά θα σε βαδίζω

Ζωή σε κάθε στράτα σου
έμαθα τα μαντάτα σου
να τα καλωσορίζω

Μια πόρτα χτύπησα κι εγώ
κι έπεσα πάνω στο θεριό
που λέγεται αγάπη

Και αφού με φιλοξένησε

μες στην ψυχή μου γέννησε
παράπονα και πάθη

Και αν αφεθώ στην τύχη σου
πες μου το παραμύθι σου
ζωή ξεγέλασε με

Και αν στ' όνειρό σου τ'άπιαστο
με πέτυχες αδιάβαστο
δικαιολόγησε με


Μουσική,ερμηνεία: Γιάννης Μήτσης, Στίχοι: Κώστας Φασούλας

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Λαβύρινθοι

Μπλέκεσαι μες στους λαβυρίνθους που δεν υπάρχουν.
Εσύ τους επινοείς.
Ψάχνεις να βρεις διέξοδο.
Κι η Αριάδνη σου φωνάζει.Κι απ'όπου έρχεται η φωνή,γυρνάς την πλάτη.
Πώς βρέθηκε αυτή μες στον εικονικό λαβύρινθό σου;
Πώς ξένο σώμα μπήκε μες στο δικό σου κόσμο;
Και τρέχεις να σωθείς απ'την Αριάδνη σου,
όταν τριγύρω απ'τον λαβύρινθό σου,σε χαιρετάει η πόλη
και σε περιμένει.

Ειναι απλό σ'αγαπώ

Ξέρω κόσμο που αγάπησε αγαπά και πάντα θαγαπά
τον ξεχωρίζεις αυτόν τον κόσμο..γνωρίζονται και μεταξύ τους..
σε κοιτάν στα μάτια βαθιά χωρις να κρύβονται..
για αυτούς είναι απλά τα πράγματα

είναι απλό, σ'αγαπώ
τι κι αν δεν μ'αγαπάς..τι κι αν με πληγώνεις..τι κι αν με πονάς.
δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να σ'αγαπώ
κι είμαι ήσυχη και ήρεμη και γεμάτη ακόμα κι αν μου χαράζεις με μαχαίρια την καρδιά
ακόμα κι αν μου ρίχνεις αλάτι στις πληγές, ακόμα κι αν με καις

Σε κοιτούν με κάτι μάτια παιδικά, πλέκουν στεφάνια από λουλούδια και σου στολίζουν τα μαλλιά..κι ας κλαιν συχνά πυκνά
μη τα λυπάσαι τα παιδιά αυτά..γιατί τα δάκρυά τους μύρο κι αγίασμα είναι
γιατί είναι δάκρυα αγνά και παιδικά
και βάλσαμο για τις πληγές όλου του κόσμου

ακόμα κι αν δεν μ'αγαπάς..ακόμα κι αν με παίζεις..ακόμα κι αν χαίρεσαι να με πονάς
εγώ δεν θα βγω ποτέ χαμένη μάτια μου..ποτέ
εγώ θα κοιμάμαι πάντα ήσυχη τα βράδια..με καθαρή ψυχή..εσυ?

Μην τα λυπάσαι αυτά τα παιδιά ..μην τα λυπάσαι
αυτά να ξέρεις θα χουν πάντα την αγάπη να τα παίρνει αγκαλιά
η ίδια αγάπη αυτή που τρέφουν για σένα..θα ναι κι αυτή που θα τα παίρνει αγκαλιά
και θα τους τραγουδά τα πιο γλυκά νανουρίσματα..και θα γεμίζει το κρεββάτι τους
άσπρα γιασεμιά..άσπρες γαρδένιες..άσπρα τριαντάφυλλα ...να ξυπναν γλυκά
κι ας είναι τα μάτια τους κόκκινα..αυτα φοράν φτερά
εσύ?

Μου'ταξες ταξίδι να με πας...

Να 'ξερα των άστρων το σκοπό
να σ' τον λέω, να σε νανουρίζω.
Να 'μουνα θεός να σου το πω:
"Πάρ' τον Γαλαξία, σ' τον χαρίζω".
Πόσο σ' αγαπώ, πόσο σ' αγαπώ.

Μου 'ταξες ταξίδι να με πας
όσο μακριά ο κόσμος φτάνει.
Πού αλλού, καρδιά μου, να με πας;
Πήγα στον παράδεισο και φτάνει.
Πόσο μ' αγαπάς, πόσο μ' αγαπάς.

Μάλαμα στα τζάμια το νερό
κι ούτε μια σταγόνα δεν ορίζω.
Όλο μου το βιος, ό,τι φορώ
η ψυχούλα μου και σ' τη χαρίζω.
Πόσο σ' αγαπώ, πόσο σ' αγαπώ.

Στίχοι:Σώτια Τσώτου, Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη

Kiss me

Kiss me
out of the bearded barley
Nightly
beside the green green grass
Swing swing
swing the spinning step
You wear those shoes and I will wear that dress

Oh, kiss me
beneath the milky twilight
Lead me
out on the moonlit floor
Lift your open hand
Strike up the band and make the fireflies dance
Silver moon sparkling
So kiss me

Kiss me
down by the broken tree house
Swing me
upon its hanging tire
Bring bring
bring your flowered hat
We'll take the trail marked on your father's map

Oh, kiss me
beneath the milky twilight
Lead me
out on the moonlit floor
Lift your open hand
Strike up the band and make the fireflies dance
Silver moon sparkling
So kiss me

kiss me
beneath the milky twilight
Lead me
out on the moonlit floor
Lift your open hand
Strike up the band and make the fireflies dance
Silver moon sparkling
So kiss me

So kiss me

So kiss me

So kiss me

Let me kiss you...

Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο μου

To Μνημόσυνο - Ένα alternative καψουροτράγουδο

Παίρνω μια τζούρα απ' το τσιγάρο
μα μόνο μοναξιά φουμάρω
Δεκαέξι μέρες τώρα
μ'έχει πάρει η κατηφόρα
Μες τα μαύρα περπατώ
σαν την αδικη καταρα κυκλοφορώ
Κι όμως θα κλάψω στα σαράντα
και θα το κάψω ψεύτη άντρα
Θα πετάξω την πλερέζα

και θα πέσουν όλοι τέζα
Θα την πέσω στην ελίτσα
κι ας με στενεύει κι η φουστίτσα
γιατί έχω ταράξει τις τουλούμπες
μα όλοι οι άντρες μού κάνουν τούμπες

Άρπαξα και το κονιάκ
το'ριξα και στο μπλάκ τζακ
Το πρωι στα μνήματα
το βράδυ με τεκνά πρώτη στα κουνήματα
Θα σε κλαίω σαράντα μέρες
κι ας μη μου χες αλλάξει βέρες

Θα σε κλαίω και τις νύχτες
για τις χάρες που δεν είχες
αδειο το σπίτι παληκάρι μου
με ποιον θα μαλωνω εγω μαναρι μου
που μ' είχες πνίξει μες στα χρέη
κι άφησες μια ψυχή να κλαίει

μόνο πίκρες με κερνούσες
άντε και κανά ποτό
μόνο εσένα αγαπούσα

σ'αγαπούσα δαγκωτό
Θα πετάξω 'γω τα μαύρα
και θα βγω για παληκάρια
φτάνει τόσο κλάμμα πια
μου φυγε κι η μάσκαρα
Και δε θα σε φοβηθω ρε μάγκα,
αν σε δω θα φας μια φάπα.
Ούτε θα μου μπείς στη μύτη
παλιό κάλπικο ραδίκι.
Και πάνω στο αιωνία του η μνήμη

να'το εμπρός μου το χαμίνι
αγκαλιά με μια με μίνι
Η οργή ξεχύλισε

κι ένα δάκρυ κύλισε
'Αρχισε το κουτουλίδι
του'ριξα ένα καλαμίδι
κι άρπαξα απ΄το μαλλί
αυτήν την παρτσακλή
που μου΄φαγε το παλικάρι
πριν το πάρω καν χαμπάρι.



Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Strange Fruit

Southern trees bear strange fruit,
Blood on the leaves and blood at the root,
Black bodies swinging in the southern breeze,
Strange fruit hanging from the poplar trees.

Pastoral scene of the gallant south,
The bulging eyes and the twisted mouth,
Scent of magnolias, sweet and fresh,
Then the sudden smell of burning flesh.

Here is fruit for the crows to pluck,
For the rain to gather, for the wind to suck,
For the sun to rot, for the trees to drop,
Here is a strange and bitter crop.

by Lewis Allen

Billie Holiday

Nina Simone


Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Στην υγειά σας...

Πόσο χαίρομαι που οι φίλοι μου πίνουν τώρα μπίρες στη Θεσσαλονίκη!!!Και πίνω κι εγώ στην υγεία μας μία.Στην υγειά της άνοιξης που πασχίζουμε να φέρουμε σ'αυτήν την πόλη που δεν μπορεί να'χει πάντα χειμώνα,ρε γαμώτο...Κι ο Θανάσης στο τέρμα να τραγουδάει για τη θάλασσα που έχω δυο μήνες να δω!Σνιφ!...Άντε στην υγειά μας και πάλι!!!

Για σας, ευαίσθητες ψυχες...

... που με λυγίσατε απόψε, δύο αγαπημένα μου τραγούδια που σας τα αφιερώνω, μέσα από το φλεγόμενο blog μας!

Ιnnocent When You Dream


The bats are in the belfry
The dew is on the moor
Where are the arms that held me
And pledged her love before
And pledged her love before

And it's such a sad old feeling
All the fields are soft and green
And it's memories that I'm stealing
But you're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream

I made a golden promise
That we would never part
I gave my love a locket
And then I broke her heart
And then I broke her heart

And it's such a sad old feeling
All of the fields are soft and green
And it's memories that I'm stealing
But you're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream

We're running through the graveyard
And we laughed my friends and I
We swore we'd be together
Until the day we died
Until the day we died

And it's such a sad old feeling
All of the fields are soft and green
And it's memories that I'm stealing
But you're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream, when you dream
You're innocent when you dream

*****************************************

You Can Never Hold Back Spring




You can never hold back spring
You can be sure, I will never stop believing
The blushing rose that will climb
Spring ahead, or fall behind
Winter dreams the same dream, every time
Baby, you can never hold back spring

And even though, you've lost your way
The world is dreaming, dreaming of spring
So close your eyes, open your heart
to the one who's dreaming of you
And, you can never hold back spring
Remember everything that spring can bring
Baby, you can never hold back spring
Baby, you can never hold back spring



μπαλόνια για σανίδια στο πάτωμα του Ουρανού

Κουβέντες- αερόστατα..που από τη γη σε ανεβάζουν στον 8ο ουρανό..ξέρεις εσυ..
κι όλη αυτή τη διαδρομή σε χρόνο μηδέν.
Εύκολοφουσκωμένα αερόστατα ευκολοειπωμένες κουβέντες ευκολοαναθεώρητες
κι έτσι επιστρέφεις πέφτωντας ξανά στη μάνα γη..μα γιατί συνέχεια σ'απαρνιέμαι μάνα.. συγγνώμη..

στέκεσαι στα πόδια σου ψάχνοντας τα κομμάτια της καδιάς που δεν αντεξε την πτωση..
δεν είχες καν μια σκαλωσιά
μπαλόνια για σανίδια ..αερόστατα από γράμματα..όπως κά8ε αερόστατο έτσι κι αυτά πολύχρωμα γεμάτα υποσχέσεις ..
χαρταετοί σε ξεπροβόδιζαν με ασημένιες κλωστές για ουρές..
μια μεγάλη γιορτή φτιαγμένη για μια μικρή λουσμένη στη σκόνη.

Κι όταν δεν έχεις χτίσει οικοδόμημα και γυρνοβολάς στον 8ο ουρανο..ξέρεις εσυ... ξυπόλητη κρατώντας μόνο ένα κόκκινο μπαλόνι είναι τόσο αφελές μικρή μου να νομίζεις οτι μπορείς να μείνεις εκεί πάνω μια ζωή...Κρατώντας μόνο ένα κόκκινο μπαλόνι

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Αύγουστος

Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις

Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει

Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Στίχοι, Μουσική: Νίκος Παπάζογλου

Η σάλα με τη μωβ πολυθρόνα και το κονιάκ

Θα ανοίξω τη μεγάλη σάλα..
ξέρεις με θλίβει αυτό το δωμάτιο .. γεμάτο άσπρους όγκους
ξεχασμένο από τη καθημερινότητα κι απο τη ζωη.. όποτε μπαίνω κρατώ την ανάσα μου..νιώθω ότι δεν του ταιριάζει να μαι εκεί μέσα, παραείμαι ζωντανό για αυτό, γι'αυτό κρατώ την ανάσα μου..να μην τον ενοχλώ..να μην χαλάω την άπνοια του.Μου φαίνεται ότι έστω και μια ανάσα μου αέρας θα ναι και θα ταράξει στο διάβα του όλα τα μυστικά τους ποθους τους πόνους και τις θύμησες του δωματίου που φαίνονται τόσο καλά τακτοποιημένα..ακατάστατα τακτοποιημένα..μα το καθένα έχει βρει τη θέση του εδώ μέσα.. Έτσι όπως δεν πειράζεις ένα πληγωμένο άκρο..έτσι όπως προσπαθεις να μην το μετακινείς γιατί όταν βρει την θέση του γλυκαίνει κάπως ο πόνος ενώ αν τον ταράξεις γίνεται αγριεμένο παληκαράκι και σου ορμάει.. ετσι κι εγώ κράταγα την ανάσα μου..μην τα ταράξω τα πράγματα μέσα στη μεγάλη σάλα και ορμήσουν τα παληκαράκια και πνιγεί στον πόνο ..

- - -

Μα τώρα ανοίγω άφοβα τη μεγάλη σάλα..αυτό το δωμάτιο που σου λεγα με τους μεγάλους άσπρους όγκους..την ανοιγω και δεν κρατιέμαι ..δεν τη κοιτώ απο μακρυά

μπαίνω μέσα της.. τραβάω τα σεντόνια πάνω από τα έπιπλα.. το φόρεμα μου δέρνει και χαιδεύει τη σιωπή του..μα δε φοβάμαι μην την ενοχλήσω γιατί τώρα ξέρω πως είμαι σαν ένα από τα κομμάτια της..τόση ζωή έχω κι εγώ μην σε ξεγελά η κίνησή μου..τη σάλα δεν την ξεγελά η κίνησή μου γιατί έχει μά8ει να βλέπει πίσω από τη βιτρίνα ..έχει μάθει να διακρίνει τον πόνο τη γλύκα τη χαρά το δάκρυ τη ζωή
τραβάω τα σεντόνια πάνω απο τους καναπέδες, τα τραπέζια, τους καθρέφτες
πάνω από τη σκαλισμένη αρχοντική βελούδινη μωβ πολυθρόνα που χει στα όμορφα πόδια της ένα κρυστάλλινο μπουκάλι τόσο περίτεχνα φτιαγμένο..
ανοίγω το λεπτό του πώμα και το γεύομαι ..κονιάκ......
αφήνω το σώμα μου να χαθεί μέσα σε αυτη τη πολυθρόνα με το μπουκάλι στο ένα χέρι και το ποτήρι γεμάτο στο άλλο..και χάνομαι μέσα στο κονιάκ ..μέσα στη πολυθρόνα..μέσα στο τσιγάρο που με κερνάει η μοναξιά..
μαζεύω τα πόδια πάνω στη πολυθρόνα τα χέρια σταυρωμένα πάνω τους
σε μια σχεδόν εμβρυακή στάση ακούω τις ιστορίες του δωματίου..
κι αφού σωπαίνουν όλα .. κι ηρεμούν..κατεβάζω ξανά τα ξυπόλητα πόδια μου στο πάτωμα.. τα σταυρώνω..γεμίζω ακόμα μια φορά το ποτήρι μου..ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο.. και τους λέω την δικιά σου ιστορία κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μακρυά.. με το ποτήρι γεμάτο δάκρυα από κονιάκ.

Ελάτε να παίξουμε



Έλα να παιξουμε//Αχ ναι θελω τοσο πολυ να παιξω//Μηπως θελεις να χορέψουμε?//Κι απο αυτό θέλω//Δωσε μου το χέρι σου//.....//Γιατι δεν μου το δίνεις?//..Γιατι την προηγούμενη φορά που μου ζήτησε καποιο παιδάκι να χορέψουμε με έριξε κάτω και τα ρούχα μου βαφτηκαν κοκκινα..//Δε θα σε ρίξω μη φοβάσαι//Έτσι μου χε πει κι εκείνο..//Έλα να παίξουμε τοτε//ενταξει//φέρε τα παιχνίδια σου και φέρνω κι εγώ τα δικά μου//εντάξει//
Αχ, τι ωραία η κούκλα σου αυτή..μου τη δίνεις//...//γιατι δεν μου τη δίνεις?//Γιατί την προηγούμενη φορά που έπαιζα με ένα παιδάκι μου ζήτησε την ίδια κούκλα, αυτή που σαρέσει κι εσένα..και μου την έσπασε..την κόλλησα..//Δε θα στη σπάσω μη φοβάσαι//
Έτσι μου χε πει κι εκείνο..ορίστε.

Τώρα αρχίζω και θυμάμαι...

Μια ανατολή σ' έναν κόσμο
που δεν έχει πάψει ποτέ
να γυρίζει στην ίδια τροχιά
όμως στην άλλη άκρη της γης
κάποιος βλέπει τον ήλιο
να πέφτει ξανά
όμως ξανά ανάβει ο φάρος του κόσμου
χτυπάει ξαφνικά τα φτερά του
το φως απ΄τη χώρα των πάγων
βουτάει στην καρδιά σου
κι υψώνεται πάνω απ' τη Γη του Πυρός.

Πόσες φορές θα στρίψει αυτή η σφαίρα
ώσπου ν' αρχίσω πια να σ' εμπιστεύομαι
ώσπου να πάψω να φοβάμαι...
μου είχες πει πως θά 'ρθει κάποια μέρα
που ό,τι αντικρίζω θα το ερωτεύομαι
τώρα αρχίζω και θυμάμαι
Η αγάπη πληρώνει κρυφά δολοφόνους
συχνάζει σε δρόμους χωρίς γυρισμό
σ' αγαπώ κι ας μην ξέρω ούτε καν τ' όνομά σου
ετοιμάσου σε λίγο θα πεις σε μισώ
είμαι το ένα μισό της σελήνης
μην κλείνεις σε λίγο γεμίζει
το άλλο μισό
η αγάπη γεμίζει ξανά τα ποτήρια
ρωτάει ποιος διψάει ψιθυρίζεις εγώ
Στίχοι,μουσική Παύλος Παυλίδης, Ερμηνέια Ξύλινα Σπαθιά

Κι αν τα μάτια σου...

Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε
έχουν τρόπο και μου λένε
για τον πόνο που πονούν
μ’ ένα βλέμμα λυπημένο
πρωινό συννεφιασμένο
για την άνοιξη ρωτούν

Με κοιτάζουν μου μιλούν και απορούν
αχ τα μάτια σου
για τα όνειρα που κάναμε ρωτούν
αχ τα μάτια σου

Μάτια παραπονεμένα
μάτια που είσαστε για μένα
θάλασσες υπομονής
με κλωστούλες ασημένιες
πλέκω τις κρυφές σας έννοιες
σε τραγούδι της ζωής

Στίχοι 'Ακος Δασκαλόπουλος, Μουσική Μάνος Λοίζος Εκτέλεση Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Η υψικαμινος..το καλέμι..το κουτί και το μπουκάλι..

Έλιωσα τη καρδιά μου μέσα σε μια υψικάμινο ψηλή που έκαιγε σαν τα καμίνια της κολάσεως
μα εμένα μου φαινόταν σα να με χάιδευε θαλασσινό αγέρι και δάκρυζαν τα μάτια μου χαμογελαστά σαν να βρισκόμουν στην ακρογυαλιά μας όπως τους πρόσταζε αυτό τ'αεράκι να κάνουν για να ξεδιψάσει..δάκρυζαν για να ξεδιψάσουν τ'αεράκι, να ξεδιψάσουν και την άυρα σου..και πρασίνιζαν τα μάτια μου όπως όταν αντικρύζουν την αγαπημένη μας τη θάλασσα.
Έλιωσα τη καρδιά μου μέσα σε μια υψικάμινο ψηλή και την έκανα μανδύα..ένα προρφυρό μανδύα δώρο για σένα..για να μην κρυώνεις..για να μην πονάς..για να μην νιώθεις μόνος..για να χαμογελάς.
Μάζεψα σε ένα κουτάκι όλα τα γέλια μου και τις χαρές..κι αυτά δικά σου.
Μάζεψα σε ένα μπουκαλάκι όλα τα δάκρυα του σήμερα του χτες και του αύριο, να το χεις σαν φλασκί πάνω σου, να σε ξεδιψά.
Έδωσα να σφυρηλατήσουν την ψυχή μου κι ενώ την λάξευαν και τη χτυπούσαν ,όλα τα καλέμια κι όλα τα σφυριά αυτής της πλάσης πέφταν πάνω σε αυτήν την αύλη για να της δώσουν σχήμα και μορφή ,εγώ τα ένιωθα όπως το χάδι σου επάνω της κι ήταν βάλσαμο καθε άγγιγμα της ψυχής με το καλέμι..και όλα τ'αστερια στριμώχνονταν στα μάτια μου και λαμποκοπούσαν κι αυτά για σένα..
να σου φωτίζουνε τον κόσμο σου.
Έδωσα να σφυρηλατήσουν την ψυχή μου..να της δώσουν σχήμα και μορφή, δικιά σου αγαπημένη και στην πέρασα στο λαιμό σου.. φυλαχτό..να μην σ'αγγίζει τίποτα.


Και σ' έβλεπα μ'όλα τα κομμάτια μου πάνω σου και σε καμάρωνα..κι αφού ήσουν εσύ καλά ήμουν κι εγώ..κι αφού εσύ είχες 2 καρδιές να χτυπάν πάνω σου ένιωθα σα να 'χα κι εγώ
κι ήμουν χαρούμενη..και ξεδιψασμένη..κι ηταν σαν να το φορούσα εγώ το φυλαχτό..


Δεν Πειράζει.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Si tu disais

Si tu disais on y va
si tu disais j'en ai tellement marre d'être ici
je t'écouterais crois-moi
je n'hésiterais pas
que ce soit pour une ville
ou pour un bled, un bout de terre paumé, crois-moi
ça ne me défriserait pas
je serais prête comme si j'attendais

si tu disais jusque là
on s'est contenté de rien et ça va un peu
je t'approuverais crois-moi
je répondrais "c'est vrai"
chaque pan de murs, chaque fissure,
je connais trop le dessin de cet endroit là
oh si tu disais ça
je serais prête comme si j'attendais

si tu disais on y va
si tu disais que pour nous c'est le bon moment
je t'écouterais crois-moi
je suis prête depuis longtemps
mais tu ne dis rien de tout ça
tu ne décides rien
je ne sais pas si tu as idée,
de ce qu'on pourrait faire
je me demande pourquoi tu es là

Françoiz Breut


Μια ρομαντική ικεσία:P

Το ότι η εικόνα ατονεί,μη σε τρομάζει.
Είναι αυτά τα χαραγμένα αλλού που σαν καρφίτσες
πρέπει να σε τρυπάν.
Από τι μούδιασες και δε νιώθεις τα τσιμπίματα;
Είναι το μούδιασμα του φόβου,όταν χάνεις τη γη κάτω απ'τα πόδια σου,
γιατί δεν είναι ορατό αυτό που θέλεις;
'Ομως κι η καρδιά βλέπει.
Μην το ξεχνάς.
Εγώ είμαι. Δε με θυμάσαι;
Δε σου αρκεί;
Κι άλλα να πω;
Λέω μόνο αυτο.
Πόσο δυνατά να φωνάξω;
Δε μ'αρέσουν τα ουρλιαχτά.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Μαντίλι καλαματιανό!

Θυμάσαι τότε που παίζαμε μ'εκείνο το μεταξωτό μαντίλι;Ήταν αυτό που μας έφερνε κοντά που τύλιγε όλη μας τη ζωή,όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που μοιραζόμασταν.Και τώρα θηλιά έγινε το μαντίλι,το ''μας'' έγινε ''μου'' και θυμάμαι μόνη,μόνο το πώς,όταν εκείνο έγινε σχοινί,δώσαμε στις άκρες του πια την τελευταία μας μάχη.Κράτησε λίγο.Τράβηξα δυνατά κι έπεσα κάτω,παρασυρμένη από την ίδια μου τη δύναμη,με το μαντίλι σχοινί,κουλουριασμένο φίδι πάνω στο σώμα μου.

Το μπουκάλι της νεραιδοσκονισμένης

Έχω ένα μπουκάλι μισογεμισμένο με άμμο,
με άμμο μαζεμένη ένα βράδυ του Αυγούστου με ολόγιομο χρυσό φεγγάρι..
Ένα φεγγάρι που έλουζε με το μαγικό του φως την σκοτεινή πλάση
κι ότι ακουμπούσε έπαιρνε διαφορετική μορφή κι αλλιώτικο λες γινότανε για πάντα.
Χρυσό το φεγγάρι..χρύσιζε ακόμα περισσότερο την άμμο..

κι έγινε η άμμος θάλασσα χρυσαφί....κι εγώ ανάμεσα τους
Μέσα στη χρυσή αυτή δύνη είδα την ομορφιά
την ομορφιά αυτής της κόρης που λένε Ζωή..
Κι έδωσα όρκο στη νύχτα κείνη να γεμισω το υπόλοιπο μπουκάλι
όχι με άμμο αλλά με ομορφάδες..
Κι έβαλα ένα κορτιτσάκι που φυσαγε τις μπουμπουνες στη Καστοριά..φυσαγε ένα παιδικό στομάτακι μια φλόγα πέντε μέτρων..
μα μόνο ένα τέτοιο στοματάκι μπορει να τα βάλει με τέτοιο αγρίμι και να το υποτάξει..
Κι έβαλα ένα κύριο που χε καρφιτσωμένο στο πέτο του σακακιού του μια πασχαλίτσα..παράταιροι οι δύο τους.. μα συνάμα τόσο ταιριαστοί
Κι έβαλα και μια μεγάλη κυρία ,που συνάντησα στο λεωφορείο μια γκρίζα μέρα
μια μέρα που ψιλόβρεχε όπως και στις καρδιές πολλών ανθρώπων,
μια κυρία με ένα κοραλλί κραγιόν φορεμένο στα χείλη..μια κυρία που μου χρωμάτισε τη μουντή μέρα μου.. τη μουντή μέρα όποιου συναντούσε..
Κι έβαλα ένα βότσαλο που το 'χε χαιδέψει μόλις το κύμα λίγο πριν ξεψυχίσει στην αμμουδιά..λίγο πριν ενωθεί με τους κόκκους της ..και μείνει πάνω της αλμύρα..σα σε σώμα γυναικείο.. περνώντας έτσι στην αθανασία
Κι έβαλα την καθάρια όψη της Θεσσαλονίκης σαν την κοιτάς από ψηλά το χάραμα
μετά από ένα βράδυ αληταρίας του Βαρδάρη.
Κι έβαλα μια βόλτα δίπλα στο μπλε σπίτι της νύφης του Θερμαικού μια αυγή με μια φίλη..που ο ουρανός είχε φορέσει κι αυτός τα γιορτινά του.. μια παλέτα ο ουρανός με ανακατωμένα τα πιο αγαπημένα χρώματα..2 παλέτες κι οι καρδιές μας
ακουμπησαμε με το ακροδάχτυλο την άκρη απο τη φορεσιά του Ουρανού και βάψαμε κι εμεις τα μέσα μας..
Κι έβαλα το γέλιο του..και γέμισε το μπουκάλι κι ο τόπος όλος νότες..
νότες πιασμένες χέρι χέρι που χορευαν σα κοριτσάκια γύρω μου
Κι έβαλα τη φωνή του .. τη φωνή του σα λέει τ'όνομα μου..
κι απλώθηκε παντού η σιωπή του σύμπαντος..μεγαλύτερη απο το πιο δυνατό θόρυβο
μελωδικότερη κι απο την πιο όμορφη μελωδία..πιο χρωματιστή κι απο όλα τα χρώματα ..μέσα στο βελούδινο μαύρο της..
πιο ζεστή κι από αυτή τη χρυσαφί θάλασσα κείνο το βράδυ του Αυγούστου.
Έχω ένα μπουκάλι μισογεμισμένο με άμμο..
μισογεμισμένο με μπούκλες από τα μαλλάκια της Ζωής
κατι μπούκλες δεμένες στη άκρη τους με μεταξωτά φιογκάκια..



Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Μανιφέστο σκαταÏσμού

Καμιά φορά δεν περπατάς κι η πόλη γύρω σου φαίνεται τόση δα;
Και την επόμενη μέρα είσαι τόσο μικρός.
Τόσο μικρός.
Μικρός μπροστά σε όλα.
Οι σκέψεις σου μικρές κι αυτές μπροστά στων άλλων.
Δεν ειν'οι μέρες που θες να εξαφανιστείς;
Όχι

Κι άλλες μέρες βρίσκεις τον εαυτό σου σ'ένα βουνό.
Πώς ανέβηκες εκεί;
Μια φωνή από δίπλα σου λέει να πηδήξεις.
''Α!Εσύ είσαι;Θα'ρθείς,ε;''
Και πηδάς.
Και πηδάς και δίπλα τότε κανείς.
Και τότε λες οτι η πρόσκρουση,που λέγαμε,έχει νόημα.
Και λίγο πιο πάνω απο σένα, ακούς
"'Ει, δεν περίμενες την απάντηση μου.
Κοίτα, τώρα πέφτουμε κι οι δύο,
δεν έχει πια σημασία οτι εγώ δεν ήθελα να 'ρθώ.
Τόσο πολύ βιαζόσουνα να πέσεις;"

Μα ποιος βιάζεται να πέσει;;
Τι άθλιες δικαιολογίες είναι αυτές
Κι ειναι όλα γύρω βαμμένα στις μουντές και νεκρές αποχρώσεις του γκρι
ουτε καν μαυρο..
το μαυρο έχει ένα νεύρο, κρύβει ένα πάθος μια δύναμη,περικλείει χρώματα
Γκρι..αξιολύπητα γκρι
Πόσο μπορεί να κρατήσει μια συζήτηση στον αέρα;

Αν δεν πατάμε κι οι δυο στη γη,
τότε τα λόγια μας θα χάσουν κάθε βαρύτητα.
Και τότε ξυπνάς.Κι ίσως η πρόσκρουση να έχει ήδη γίνει;
Σίγουρα έχει γίνει...
Ή ίσως απλώς να έχεις πιαστεί.
Μα πάντα σου άρεσαν τα δραματικά φινάλε...
Οπότε ναι, τα μυαλά σου χύνονται στο έδαφος
και εσύ σηκώνεσαι να δεις από την κλειδαρότρυπα
τον άλλον που κοιτάει απ'εξω.
Δε ξεχωρίζεις τίποτα, αλλά ποιός ξέρει;
Μπορεί να κοιτάς βαθιά μέσα στην κορη του ματιού του.

Τ Ε Λ Ο Σ




Πέρασε κιόλας μια βδομάδα πουλάκια μου από τότε που φτιάξαμε το blog!!! Δεν ξεκινάμε και κάτι ακόμα παράλληλα με το παραμύθι;;;

Απλά Πράγματα!!!

Μετεωρολογικός Σταθμός σε ένα Φινλανδικό νησί





Η πινακίδα γράφει:

Η πέτρα είναι υγρή: Βρέχει
Η πέτρα είναι στεγνή: Δέν Βρέχει
Η πέτρα ρίχνει σκιά στο έδαφος: Έχει ήλιο
Η πέτρα είναι καλυμμένη με άσπρο πράγμα: Χιονίζει
Η πέτρα δε φαίνεται: Έχει ομίχλη
Η πέτρα κινείται: Έχει αέρα
Η πέτρα δεν κινείται: Δεν έχει αέρα
Η πέτρα πηδάει: Σεισμός
Η πέτρα είναι κάτω από το νερό: Πλημμύρα
Η πέτρα λείπει: Ανεμοστρόβιλος

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Έλα κοντά

Κάθε φορά που κοιτάζω τη φωτιά
κάτι θυμάμαι από όσα έχεις φέρει
λιώνουν οι πάγοι και φέγγει ξανά
καλοκαίρι...

Χρώματα γύρω και αστέρια γλιστράν
μες τα ποτήρια μας τα ανθισμένα
κράτα μια γεύση,μια σου γουλιά
και για μένα...

Έλα κοντά έλα κοντά....

Χιλιάδες ήλιοι αστράφτουν μαζί
ορμάει ο κόσμος να μπει στο όνειρό σου
δεν θα νικήσω θα νικάς πάντα εσύ
παραδώσου...

Κι αν ειν'για λίγο ας μοιάζει πολύ
κι αν είν' για πάντα ας είναι για τώρα
ανοίγω κι ελα σαν νεροποντή
και σαν μπόρα...

Στίχοι, μουσική, εκτέλεση : Αλκίνοος Ιωαννίδης

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Παραμύθι......!!!!!

Ηταν μια φορά κι ένα καιρό ένα μικρό χρυσόψαρο που υπέφερε από κατάθλιψη.. Μια μέρα, μετα την ώρα του φαγητού, πήρε φόρα για να πηδήξει έξω απο τη γυάλα. Μα αυτή του η προσπάθεια απέβη μάταιη..πέρα από καταθλιπτικό το χρυσόψαρό μας δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε ο αθλητικός ο τύπος...οπότε καταλαβαίνετε..ασε που ειχε μολις φαει... αλήθεια τι είχε φαει; είχε κιόλας ξεχάσει... όπως επίσης και γιατί ήταν τόσο θλιμμένο. Που βρισκόταν, αλήθεια; Καλέ στη γυάλα βρισκόταν. Τα'παμε πριν αυτά. Το θέμα ήταν οτι κάτι το απασχολούσε.Και κάθε φορά ξεχνούσε τι ήταν αυτο. Όπως και το που βρισκοταν... αποφασισε λοιπόν να κανει μια ανιχνευτική βόλτα καθώς και μία ενδελεχή ενδοσκόπηση. Τα αποτελέσματα της οποίας γιατρέ τι έδειξαν??,ρώτησε το χρυσόψαρο τον εαυτό του, διότι εκτός από καταθλιπτικό ήταν και ολίγον σχιζοφρενές...Ούτε μια αυτοκτονία δεν είμαι ικανός να φέρω εις πέρας..μονολογουσε κι έλεγε φέρνοντας σβούρες γύρω γύρω τη γυάλα..και σκάρωνε φούσκες κι έκλεινε την απελπισία του μέσα και τις έστελνε στην επιφάνεια. Κι ο μικρός Μανώλης, το κακομαθημένο κωλόπαιδο του σπιτιού, τις έσκαγε, και η απελπισία, βαριά σαν ταφόπλακα έπεφτε και πλάκωνε το μικρό χρυσόψαρο ξανά. Μα τι μου λείπει;Τι μου λείπει;Το ελεγε και το ξανάλεγε.Όχι απο απελπισία,αλλά επειδή είχε ξεχάσει οτι το είχε πει. Ξαφνικά, μετά την 679η φορά που αναρωτήθηκε, κοίταξε το δεξί του πτερύγιο και διαπίστωσε ότι του λείπουνε οι βούλες... σύντομα το ξέχασε, άλλα τουλάχιστον προχωράει η ιστορία. Και κάπου εδώ ας διευκρινιστούν κάποια πράγματα...
Όλα ξεκινάν από της βούλες ή μηπως όλα ξεκινάν από τον Μανωλάκη? Το παίρνω από την αρχή..ο Μανωλάκης είχε ζαλίσει τους γονείς του να του πάρουν σκύλο αλλά η μάνα υστερική με την καθαριότητα άσκησε βέτο κι ο ταλαίπωρος πατέρας βρήκε την αναίμακτη λύση του χρυσόψαρου..Αρχικά όμως ήταν 2 τα χρυσόψαρα στη γυάλα...Εδώ έρχεται να ξεκαθαριστεί το ζήτημα με τις βούλες.. Α!Έτσι εξηγείται γιατι ο Μανωλάκης φώναζε το χρυσόψαρο Αζορ.Του'χε μείνει απωθημένο ο σκύλος βλέπετε...Οι βούλες,όμως.ήταν μια άλλη ιστορία...Γραμμένη με αίμα,δάκρυα κι ιδρώτα... Mε αίμα γραμμένο το πρώτο κομμάτι. Ο Αζόρ με το άλλο χρυσόψαρο, δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις. "Τι θέλετε κύριε στο σπίτι μου; Σας ξέρω από κάπου;", έλεγε ο ένας, "Απο πού κι ως πού σπίτι σας; Έχω ντοκουμέντα! Να δεις που τα βαλα...", ελεγε ο άλλος. Και αυτή η ιστορία θα συνεχιζόταν ες αει εάν μια μέρα το δεύτερο χρυσόψαρο δε βρισκόταν ειδεχθώς σφαγμένο πάνω στο μεγάλο κοχύλι, δίπλα στο σεντούκι-μινιατούρα. .....Φόνος και δη ειδεχθης στη γυάλα..μα ποιος θα μπορούσε να εκτελέσει τετοιο έγκλημα? Το μικρό μας χρυσόψαρο..?Ναι καταλαβαίνω ότι είναι ο νούμερο ένα ύποπτος...αλλά μήπως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα? Καλέ αυτό δε θυμάται τι έφαγε εχθές.Είναι ικανό για φόνο;Και πώς δηλαδή θα μπορούσε ειδεχθώς να δολοφονήσει το άλλο ψάρι.Εμένα κάτι μου βρωμάει στην ιστορία.Και μη μου πείτε για τον ιδρώτα που λέγαμε παραπάνω. Εξάλλου μας διεφευγει ( ευτυχως οχι για πολυ ακόμα) η θέση στην οποία βρέθηκε ο Αζόρ το πρωί που ανακαλύφθηκε το πτώμα. Όσο παράξενο και να ακούγεται ο Αζόρ ξύπνησε εκείνο το πρωί με το δεξί του πτερύγιο σφηνωμένο ανάμεσα στο πτώμα και το μεγάλο κοχύλι... Η στάση αυτή σαφώς συνηγορούσε υπέρ του σεναρίου ενός εγκλήματος πάθους ή ενος εγκλήματος τελεσμένου επάνω στη σεξουαλική έξαρση. Όταν όμως ο Αζόρ κατάφερε να απεγκλωβιστεί ... ΣΟΚ... Που ήταν οι βούλες του; Και ποιός ήταν αυτός ο νεκρός πάνω στο πτερύγιο του;
Ο Μανωλάκης όταν ξύπνησε και είδε το φριχτό θέαμα φημολογείται ότι ειπε: "WoW μαλάκα, καλύτερο κι από πόκεμον... μιλάμε πόκεμον και μπομπ ο σφουγγαράκης μαζί..." και έπιασε ένα καλαμάκι κι άρχισε να κάνει μπουρμπουλήθρες μες στη γυάλα... διάφανες μπουρμπουλήθρες με μονο έναν τόνο κόκκινο...πόσο αίμα να έχει ένα χρυσόψαρο; Ο Αζορ απο την άλλη να καταριέται τη μαυρη του την τύχη...''Δε μου'φτανε η μοναξιά μου,ήρθε αυτός ο ξενέρωτος και μου κατσικώθηκε...Και σαν να μην έφτανε αυτό πήγε και δολοφονήθηκε κιόλας.Για να μη θυμηθώ τις γοητευτικές μου βούλες.Πού πήγαν κι αυτές;Αχ!Τι θα απογίνω;Κι αν πλακώσουν οι μπάτσοι;Αχ!Τι κακό με βρηκε Παναγιά μου;Κι εχω κι αυτο το κωλόπαιδο με τις μπουρμπουλίθρες.Ναυτία θα πάθω...''
Kι ενώ ο Αζόρ παραπατούσε από τη ζάλη, είτε το άκουσε είτε όχι, χτύπησε το κουδούνι... O Mανωλάκης απ'την τρομάρα του ρούφηξε απότομα μια αρκετά μεγάλη ποσότητα ματωμένου νερού,την οποία εκσφενδόνισε πάνω στο καινούριο χαλί της μαμάς...''Οχι ρε γαμώτο''αναφώνησε βαριεστημένα,όσο το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας διάβαινε το κατώφλι της εξώπορτας...Ποιός ήταν ο αινιγματικός ξένος;Γιατι κατευθύνθηκε βιαστικά και αποφασιστικά προς τη γυάλα;Στη θέα του παράξενου ξένου ο Αζορ έχασε το χρώμα του.Εκτός απο τις βούλες,τώρα έχασε και το πορτοκαλόχρυσο χρώμα του.Κι ενω ο ξένος πλησίαζε απειλητικά τη γυάλα με τον μεγεθυντικό φακό του,η ζωή του Αζορ περνούσε μπροστά απ'τα μάτια του σαν ταινία.Ίσως αυτή η ξαφνική του αναλαμπή να εξηγούσε όλα τα αλλόκοτα που συνέβαιναν εκείνο το πρωί...
Επιτέλους τα θυμόταν όλα. Ο άνθρωπος αυτός που τον πλησιάζε ήταν ένας παλιός γνωστός. Κάποιος που η φύση του ως χρυσόψαρο τον είχε βοηθήσει να ξεχάσει ως τότε. Ναι, αυτός ήταν ο Βελισσάριος, ο άνθρωπος που τον είχε χωρίσει απο την μεγάλη του αγάπη, την Νόρα, τότε που τον έλεγαν απλά Φιλ και ζούσε ευτυχισμένος στο μεγάλο ενυδρείο ενός pet shop στην άλλη άκρη της πόλης. Η καρδιά του ράγισε ξανά, ο θυμός του ξεχείλισε και φώναξε: "Τι άλλο θες από μένα, γαμώ τη κηδεία μου;". Και απ'όλο του το σπαραγμό, μόνο μερικές μπουρμπουλήθρες έγιναν αντιληπτές από τον κόσμο των ανθρώπων.
Έλεγε Νόρα.. κι έτρεχαν από τα μάτια του πορτοκαλιά ποτάμια..τι να χε γίνει η αγάπη του;
Έβλεπε τον Βελισσάριο και μαύριζε ο κόσμος του..ξέσπαγε μέσα του καταιγίδα..σαν καταιγίδα ήθελε να ξεσπάσει ο Φιλ πάνω στον Βελισσάριο..Όταν πρωτοήρθε σε αυτό το σπίτι κοιμόταν και ξυπνούσε με το όνομά της στα χείλη του, ρωτούσε τον αυγερινό αν θα την ξαναέβλεπε ποτέ, σκάρωνε τραγούδια και ποιήματα και τα ταχτοποιούσε στο μπαουλάκι που κρύβει ο καθένας μας στην καρδιά του για τις ομορφιές που χουμε νιώσει για τα κομμάτια του εαυτού μας που δεν ξέρουν οι άλλοι.. αυτά τα μπαουλάκια που τα γεμίζεις με τόση αγάπη χρόνια ολόκληρα και σαν έρθει Ένας Ανθρωπος δίπλα σου του το παραδίδεις.. με τόση αγάπη
Έτσι κι ο Φιλ γέμιζε το μπαουλάκι του ..να το χει όμορφο οταν ξαναβρεί τη Νόρα και της το παραδώσει.. Γιατί ήταν σίγουρο..θα την ξαναέβλεπε. Τόσο καιρό σε αυτό το σπίτι, την είχε ξεχάσει..την είχε θάψει μέσα του..να μην τον πονά η απουσία της.."Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω Νόρα ξανά.." είπε ο Φιλ κι άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα της. "Νόρα , Νόρα, Νόρα, Νόρα...."έλεγε τόνομά της και φώτιζε η γυάλα του, πολύχρωμοι αστερίες εμφανιζόταν απο το πουθενά και χόρευαν τριγύρω του, περήφανοι ιππόκαμποι παρατασσοταν μπροστά του και γονάτιζαν στο όνομα της αγάπης του, αστρόσκονη απο τον ουρανό έπεφτε μέσα στη γυάλα χόρευε σαν την βροχή και τέλος βολευοταν πάνω του και τον στόλιζε..γέμιζε η καρδιά του Φιλ γέμιζε και το μπαουλάκι του.."Νόρα, Νόρα, Νόρα, Νόρα..."σαν να προσπαθούσε να μην το ξεχάσει.... σαν να προσπαθούσε να πάρει δύναμη απο αυτό, για τον Βελισσάριο που ερχόταν καταπάνω του..
"Iιιιιιιιιιιιιιιιι!!! Τι έκανες βρωμόπαιδο; Τι είναι αυτά; Στο καινούριο μου χαλί!!!! Δεν ντρεπεσαι; Αχ παναγία μου, τι θα κάνω τώρα; Που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που έκατσα στον αχαϊρευτο τον πατερα σου! Που περπατούσα στο δρόμο και πέφταν ξερά τα παλικάρια! Αχ παναγία μου παναγία μου! Τι αμαρτίες πληρώνω;", ούρλιαξε η μαμά του Μανωλάκη, μόλις αντίκρυσε το λεκέ στο χαλί, καθώς έμπαινε στο σαλόνι μετά τον παράξενο επισκέπτη. "Συγνώμη κύριε Βελισσάριε", απολογήθηκε,"αλλά δεν ξέρετε τι τραβάω εδώ μέσα. Και πού να ξέρετε φυσικά... εσείς δε θα κλείνατε ποτέ τη γυναίκα σας σε τέτοιο μπουντρούμι και τα παιδιά σας θα είχαν τρόπους, φυσικά, αφού θα είσασταν ΕΣΕΙΣ υπεύθυνος για την ανατροφή τους κι όχι κάποιος ασήμαντος λογιστάκος από την Κάτω Ραχούλα Φθιώτιδος."
Ο Βελισσάριος ούτε που την κοιτούσε, όλα αυτά στα μάτια του φάνταζαν τιποτένια. Κι αν δεν ήταν αυτό το άχρηστο βρωμόψαρο, ούτε που θα διανοούνταν να περάσει το κατώφλι αυτού του σπιτιου. Σπιτιού... Χα! Αυτό ήταν λιγότερο σπίτι κι από ενυδρείο που δεν είχε καθαριστεί για 3 βδομάδες! Όμως για λίγο η προσοχή του αποσπάστηκε από το σκοπό της επισκεψής του... και πρόσεξε το Μανωλάκη. Με το διαπεραστικό του βλέμμα, διέκρινε σ'αυτή την ανέκφραστη μάζα κρέατος που τώρα έπαιζε με το ηλεκτρονικό του, κάποιου είδους προοπτική. Ναι, αυτό το... πράμα, ήταν η σωτηρία του, η σωτηρία ανθρώπων σαν κι αυτόν. Τι τύχη να πέσει το χρυσόψαρο σ'αυτά τα άχρηστα χέρια...
Ο Βελισσάριος βάδιζε νωχελικά και αλαζονικά προς τη γυάλα,όταν η θέα του χρυσόψαρου τον έκανε να βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή...''Όχι γαμώ την τρέλα μου।Πού πήγαν οι βούλες;Το τσογλάνι τα φταίει όλα'',είπε κι όρμησε στον Μανωλάκη।''Μίλα κωλόπαιδο।Πού πήγαν οι βούλες;Ξέρασέ τα όλα''।''Χριστιανέ μου είσαι με τα καλά σου;Παράτε με και τώρα σκοτώνω τον δράκο και τερματίζω το παιχνίδι''।Μέσα στην παραφροσύνη του ο Βελισσάριος πλησιάζει τη γυάλα και χώνει τη χερούκλα του μέσα,όπως τότε που τον άρπαξε μέσα από το μεγάλο ενυδρείο κι η καρδιά του τότε Φιλ κόπηκε στα δυο।Ο Φιλ κρυμμένος πίσω απο τα φύκια παρακολουθούσε ημιλιπόθυμος τις εξελίξεις।''Μα τι συμβαίνει κύριε Βελισσάριε;'' ρωτούσε και ξαναρωτούσε η υστερική μάνα.''Τίποτα,τίποτα'',έλεγε εκείνος.Εμφανώς ταραγμένος ο Βελισσάριος μάζεψε τα μούτρα του και βρόντηξε την εξώπορτα.Η ζωή στο σπίτι επήλθε στη συνήθη μιζέρια,ο Φιλ προσπαθούσε να βρει την άκρη του γιατί μπορεί να ήταν ψάρι,αλλά,όπως όλα έδειχναν,η νοημοσύνη του δεν ήταν και τόσο περιορισμένη.Στην άλλη άκρη της πόλης.όμως,τα νέα είχαν ήδη φτάσει... Γιατί ο Βελισσάριος το γκάζωσε και παραλίγο να πατήσει μια γιαγιά με πι (10000 points, φωναξε ο Μανωλάκης τερματίζοντας το παιχνίδι του)... Και μαζί με τα νέα έφτασε και μια μεγάλη βροχή που όμοια της είχε να δει ο τόπος από το 1920.
Η κατάσταση ήταν μετέωρη όσο ποτέ. Όταν ο Βελισσάριος είχε συνειδητοποιήσει μια βδομάδα πριν ότι είχε πουλήσει το λάθος χρυσόψαρο απο το ενυδρείο, είχε δραστηριοποιηθεί αμέσως... ποτέ δε ξεχνούσε τίποτα και έτσι αμέσως θυμήθηκε τους φουκαράδες που είχαν μπει στο μαγαζί, λίγο πριν να κλείσει και ζητούσαν να δούν χρυσόψαρα. Αυτοί φταίγανε που δεν πρόσεξε καλά, που βιάστηκε,
του είχαν κάνει το κεφάλι καζάνι... αλλά κατάφερε να τους βρεί... Τους έκανε τον φίλο, όχι ότι ήταν δύσκολο... άλλο που δε θέλανε, ποτέ δεν τον θυμήθηκαν, κοντόφθαλμα στραβάδια, κατάφερε να τους πείσει ότι ήτανε σπουδαίος και ότι ενδιαφερόταν να προσφέρει μια υποτροφία στο μικρό τους Μανώλη. Σε χρόνο μηδέν του άνοιξαν το σπίτι τους. Είχε δει τις βούλες του Φιλ. Ήταν αυτός που ήθελε. Και τώρα; Τι σκατά συνέβαινε τώρα; Τώρα ο Φιλ δεν είχε βούλες..αλλα τι τις ήθελε τις βούλες του αυτός ο αναθεματισμένος ,σκεφτόταν το χρυσόψαρο..είχε διπλώσει τα πτερύγιά του στη ράχη του κι έκοβε βόλτες γύρω γύρω στη γυάλα προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε και ποιες έπρεπε να είναι οι κινήσεις του τώρα που επιτέλους θυμόταν τι είχε συμβεί, τώρα που επιτέλους θυμόταν τη ζωή του.. Και θυμόταν κι αυτόν τον δύστυχο, πάνω στο κοχύλι. Από το ενυδρείο. Ήταν κι αυτός εκεί. Όπως και πολλά άλλα ψάρια... Αλλά τους θυμόταν όλους πολύ αμυδρά και τους ξαναξεχνούσε μετά. Είναι πολύ δύσκολο να ξεπερνάς τη φύση σου έστω για μία φορά και πρέπει να θεωρείται θαύμα ότι συνέβη σε δυο διαφορετικά ψάρια, στο ίδιο ενυδρείο. Όλα τα άλλα που γίνονταν γύρω τους δεν είχαν καμία δύναμη να γραφτούν στη μνήμη τους, όπως κι όλα όσα γίναν πριν ή μετά. Δεν τον πείραζε. Να ζει με την ανάμνηση της Νόρας και μόνο... αλλά γιατί να πρέπει να θυμάται κι αυτό το χέρι; Κι αυτόν τον άνθρωπο; 'Ηταν γιατί αυτο το χέρι τον πήρε από την αγκαλιά της Νόρα.Γιατί αυτό το χέρι μέρες πριν τον αποχωρισμό,όλο έδειχνε τα δυο ψαράκια στον αντιπαθητικό κοντό που μπαινόβγαινε στο μαγαζί.Κι υποψιάζονταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε,αλλά δεν ήθελαν να το παραδεχτούν.Ψιθυρίζονταν μέρες στο ενυδρείο ότι κάποιοι θα αποχωρήσουν,αλλά το θέμα ήταν ποιοι,γιατι και πότε.Και θυμόταν ο Φιλ οτι ο Βελισσάριος πριν χώσει το βρωμόχερο του στη γυάλα δεν κοιτούσε αυτόν,αλλά τον Πάμπλο τον τσιβδό του φίλο από το Περού.Κι έφυγε ο Φιλ κι ούτε ένα φιλί στη Νόρα,ούτε μια λέξη.Τον μισούσε τον Βελισσάριο κι οχι μόνο από τότε που τον χώρισε απ'το Νοράκι,αλλά κι απο πιο πριν,γιατι έβλεπε στα μάτια του μια απειλή.Αλλά πάντα το προσπερνούσε κι έλεγε ''Ποιος τον χέζει κι αυτόν;Εγω έχω το Νοράκι και τους έχω όλους γραμμένους στα βράγχιά μου''.Θυμόταν,όμως και μια λέξη.''Βούλες''.Ήταν η λέξη που ακουγόταν καθημερινά στο pet-shop.Και τότε του'ρθαν στο νου οι μοβ πιτσιλιές των πτερυγίων της Νόρας και σκοτάδι σκέπασε την ψαρίσια του ψυχή ''αχ ψαροπούλα''ψέλλισε και βυθίστηκε στις σκέψεις του.Κι ο Βελισσάριος είχε οργώσει όλη την πόλη απ'τη σκασίλα του,ψάχνοντας να βρει μια λύση στο μυστήριο των χαμένων βούλων.Τα πράγματα μπλέκονταν ακόμη περισσότερο.Ο Φιλ του ήταν άχρηστος χωρις τις βούλες.''Οχι ρε γαμώτο''ούρλιαξε.''Μήπως το πιτσιλωτό ψάρι ήταν εκείνο που με το αίμα του έβαψε τη γυάλα''σκέφτηκε και γκάζωσε τη σακαράκα του τραβώντας πίσω για το σπίτι των πειραγμένων.
Τι τον είχε πιάσει; Ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο απρόσεκτος. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος γι'αυτή τη δουλειά... ήταν... προφανώς όχι πια. Αυτό του είχε πει, όταν έμαθε τα νέα, το αφεντικό. Αφεντικό, ας γελάσω, δυο πιθαμές άνθρωπος. Αν δεν ήμουν εγώ, σκέφτηκε,... εγώ είμαι το μυαλό αυτής της ιστορίας! "Εεε, εσύ! Φύγε απο κεί!", του φώναξε κάποιος απο το δρόμο, "Ξύπνα ρε! Θα πλημμυρίσει το αμάξι σου!" Ο Βελισσάριος ξυπνησε. Είχε σταματήσει το αμαξι στη μέση του δρόμου, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Ήταν το μοναδικό αυτοκίνητο στο δρόμο. Γινόταν χαμός. Και ήδη τα νερά είχαν μπει στο αμάξι. "Όχι, ρε γαμώτο. Δεν ξεκινάει το πούστικο!"
"Ανάσκελα, Αζόρ! Κάτσε στην ουρά σου!Πήδα!" . Ο Μανωλάκης έπαιζε με το χρυσοψαρο του. "Μαμάαααα! Χάλασε κι ο Αζόρ!"Ο Φιλ είχε σχεδόν κοκκαλώσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που θυμόταν. Άκουγε μια φωνή να του διηγείται τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ, μια φωνή μες στο κεφάλι του, θα πρεπε να είναι η δική του αλλά δεν την αναγνώριζε. Πώς άλλωστε; Μες στο κεφάλι μας ακούμε τη φωνή μας; Αυτή που ακούμε όταν μιλάμε; Και έχει το ψάρι φωνη; Είτε έξω του είτε μέσα του; Ο Φιλ είχε μπερδευτεί. Και πάνω απ'όλα άκουγε πράγματα που δεν πίστευε:
"Λοιπόν Φιλ, τι γίνεται; Τα θυμάσαι όλα σιγά σιγά, έτσι; Ναι ξέρω. Βλέπω εδώ μέσα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί.Κάτι πράγματα που τα λένε αναμνήσεις. Είναι περίεργα, επίμονα και άτακτα. Δεν είναι φυσιολογικό αγόρι μου, ελπίζω να το ξέρεις... Δεν είναι φυσιολογικό... Είσαι χρυσόψαρο, αυτές οι αναμνήσεις στο κεφάλι σου δεν είναι θαύμα, είναι καταστροφή... Θα σου γαμήσουν τον εγκέφαλο... Βέβαια τι να τον κάνεις τον εγκέφαλο σου, χρυσόψαρο πράμα, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς προορισμό... Κι όμως κοίτα, δουλεύει... Φτιάχνει αναμνήσεις, φτιάχνει εμενα για να σου πω αυτά που θέλεις να ξεχνάς. Τώρα όμως που θυμάσαι, πρέπει να τα θυμηθείς όλα. Κοίτα εκεί! Τον ξέχασες; Μη μου πεις είσαι μικρό χρυσόψαρο... πώς; Ξέρεις πολύ καλά πώς! Εσύ τον σκότωσες... όπως κι αν έγινε αυτό. Η αλήθεια είναι ότι έγινε πολύ απλά... αγόρι μου.... Δείξε μου τα δοντάκια σου!!! Έτσι μπράβο! Μην το ξεχάσεις ποτέ ξανά! Όσο είμαι μέσα στο κεφάλι σου δε θα σ'αφήσω να το ξεχάσεις ποτέ ξανά. Έχω πιάσει την ανάμνηση της χθεσινής νύχτας και δεν την αφήνω να τρέξει να κρυφτεί πίσω στο σκοτάδι, ανάμεσα στα ένστικτα και τις ορμές σου. Θα μείνει εδώ μαζί μου κι ότι κι αν χρειαστεί να σου ξαναπώ, πάντα ανάμεσα στις λέξεις μου θα ακούς τους ήχους της ντροπής σου, της ενοχής σου, της απορίας σου... Και οι βούλες σου δε θα ξαναγυρίσουν... Τα μαλλιά των ανθρώπων ασπρίζουν και οι δικές σου βούλες χάθηκαν, ξεθώριασαν μέσα σε μια βραδιά, τη βραδιά που είδες τον εαυτό σου να σκοτώνει. Οι άνθρωποι είναι οι μεγάλοι απατεώνες του σύμπαντος, γιατί καταφέρνουν να ξεγελουν τον εαυτό τους, βάφουν τα μαλλιά τους και ξεχνούν γιατί ασπρίσαν, τι τράβηξε έστω ένα ελάχιστο κομμάτι ζωής από μέσα τους... Εσύ μπορεί να κατάφερες να ξεχαστείς, αλλά για πόσο; Λίγες ώρες; Δεν υπάρχει μπογιά να σου δώσει πίσω τις βούλες σου. Ή μπορεί και να υπάρχει αλλά ποιος θα νοιαστεί να σου δώσει πίσω τις βούλες σου;...Αγόρι μου...; Σε σένα απ'όλα τα χρυσόψαρα; Που έκρυψες το άδειο σου πτερύγιο κάτω από το θύμα σου, γιατί ντρεπόσουν για την ασυμμετρία σου... Που όρμησες σε έναν του είδου σου...Που σκότωσες για το τίποτα...Που τόση ώρα γεύεσαι το αίμα του και δεν δυσανασχέτησες στιγμή...Θα φροντίσω να μην το ξεχάσεις, δεν είμαι ο καλός σου εαυτος... Κι αν ξεχαστω, υπάρχει πάντα το άλλο σου πτερύγιο να σου θυμίζει οτι κάτι λείπει."
Ο Φιλ στάθηκε ακίνητος..στο μυαλό του αντηχούσε μια φωνή..το μυαλό του βομβαρδιζόταν από αναμνήσεις..εικόνες..λέξεις..μπουρμπουλήθες..φύκια και μεταξωτές κορδέλες που στόλιζαν το πτερύγιο της Νόρας..κι ένας φόνος..αίμα..αυτός, αυτός έκανε το φόνο..αίμα.. Ο πανικός του χε χτυπήσει την πόρτα κι εκεί πάνω που ένιωθε οτι το πάθαινε το εγκεφαλικό και στράβωνε το στόμα του..φώναξε :''Στοοοοοοπ!!!!'' με φωνή βαριά κι απλωθηκε ξανά σιωπή στο κεφάλι του"Δεν πρέπει να τρελαθώ..Νόρα..πρέπει να κάνω κάτι..τώρα που θυμάμαι δεν μπορω ναμην κάνω κάτι για το Νοράκι ρε γαμώτο'' Κι έτσι όλα άρχισαν να τακτοποιούνται στο κεφάλι του Φιλ κι η φωνή στο κεφάλι του σε ρόλο γραμματέα τακτοποιούσε την κάθε μια ανάμνηση ανάλογα με την κατηγορία και αλφαβητικά σε συρτάρια και φακέλους μέσα στην ψαροκεφάλα του..''Ο Βελισσάριος..ψάχνει κάτι..Οι βούλες..Ο Παμπλο'' Όλα ξαφνικά μπήκαν στη θέση τους Ο Βελισσάριος πρέπει να έκανε λάθος κείνη την άποφράδα μέρα που ρθε το κωλόπαιδο με τη φαμίλια του και τον χώρισαν από τη Νόρα.Δεν ήθελε να τους δώσει τον Φιλ, ο Φιλ είχε βούλες κι η Νόρα είχε βούλες..ο Πάμπλο όμως δεν είχε βούλες γιαυτό τον κοιτούσε επίμονα, αυτόν ήθελε να τους δώσει αλλά τέτοιος ακαμάτης που είναι τους έδωσε τον Φιλ. ''Άρα φιλαράκια μία είναι η ελπίδα για να ξαναγυρίσω στο ενυδρείο και στο pet shop, για να ξανακρατήσω στα στιβαρά μου πτερύγια το Νοράκι..να αποκτήσω βούλες..αλλά τις βούλες τις έχασα με τον φόνο....'' Χάθηκε τότε η χρυσαφένια λάμψη του Φιλ θολωσαν τα μάτια του σαν να τον είχαν ψαρέψει και καταψύξει...μα του ρθε η ανάμνηση της ψαροπούλας να κόβει βόλτες μέσα στο ενυδρείο και ξαναβρήκε το χρώμα του και ξαναγυάλισαν τα μάτια του ''Σιγά μην αφήσω εγώ σημάδια στην απολλώνια κορμάρα μου, θέλω τις βούλες μου και θα τις ξαναπάρω πίσω.Σιγά μην αφήσω εγώ πέντε ψωροβούλες να με κυνηγάν και να με κατατρέχουν..σιγά μην αφήσω πάνω μου το σημάδι του φονιά..Θέλω βούλες και θα τις ξαναέχω είτε το θέλουν είτε όχι!!''είπε κι άρχισε να ψάχνει τρόπο για να ξαναγίνει το κορμί του απολλώνιο.......Κοιτά δεξιά κοιτά, αριστερά μέσα στη γυάλα κι η ιδέα δεν αργεί να του φανερωθεί...ΒODYPAINTING/TATOO.......1)τεχνητό φύκι γυάλας παίρνει το ρόλο του πινέλου-βελόνα 2)αίμα και πρασινάδα τοιχωμάτων γυάλας παίρνουν το ρόλο της μπογιάς
Γιατί μπορεί η μάνα του σκασμένου του Μανωλάκη να ήταν παστρικιά αλλά επειδή δεν τα πολυπήγαινε τα ζωντανά τη γυάλα την είχε αφήσει να πρασινίσει.Κι έτσι ο Φιλ παίρνει τη μοίρα στα χέρια του, πιάνει κι ανακατεύει τα χρώματα και ανασηκώνοντας προσεχτικά ένα ένα τα λέπια του με το πλαστικό φύκι πινέλο-βελόνα φτιάχνει ξανά το εισητήριο για την αγάπη...τις βούλες. Δεν τον πείραζε καθόλου που για να "σβήσει" το σημάδι του φονιά θα έπρεπε να κουβαλάει για πάντα το αίμα του θύματος του. Αυτό το χρυσόψαρο έμοιαζε τρομαχτικά με άνθρωπο.
Ο Βελισσάριος είχε από ώρα παρατήσει το αμάξι του και προσπαθούσε με τα χίλια ζόρια και μέσα στην καταρρακτωδη βροχή να φτάσει στο καταραμένο σπίτι... Τελικά του πήρε σχεδόν ακριβώς όση ώρα χρειαζόταν ο Φιλ για να τελειοποιήσει τις βούλες του... Πόσο βολικό!
Ο Μανωλάκης βέβαια δεν το έκανε καθόλου πιο εύκολο για τον Φιλ, αλλά στο τέλος σάστισε με την επιμονή του ψαριού και τον παράτησε στην ησυχία του. Πραγματικά δεν μπορείς να ξερείς τι περνάει απο το μυαλό αυτού του παιδιού, βάζω στοίχημα ότι ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει τι σκατά είναι αυτό που λέμε σκέψη. Πάντως μπορεί και αναγνωρίζει κάποιες περίεργες ιδέες που του έρχονται που και που, τοσο οσο για να τις θέσει σε εφαρμογή. Έτσι τώρα, αφού βαρέθηκε τον Αζόρ, βγήκε έξω στη βροχή, όρμησε σε έναν από τους κάδους, βρήκε εκεί μια γάτα που κρυβόταν απο τη βροχή, την άρπαξε γρήγορα απο το σβέρκο, την βούτηξε στη λάσπη κι αφού την έτριψε καλά καλά, την εκσφενδόνισε πάνω στο τζάμι της κουζίνας όπου η μάνα του έφτιαχνε το μεσημεριανό φαϊ!
O Βελισσάριος ετοιμαζόταν να στρίψει στη γωνιά του δρόμου που βρισκόταν το σπίτι. Η βροχή και η κούραση είχαν κάνει εδώ και ώρα τα βήματα του βαριά και κύματα ρίγους διαπερνούσαν την πλάτη του κάθε φορά που ένιωθε το βρεγμένο παντελόνι να ακουμπά στο πισω μέρος του γονάτου του. Τι κόπος κι αυτός... για έναν εστέτ σαν αυτόν... Δεν έτρωγε σκατά;
Μόλις ξεπρόβαλλε στη γωνιά, η γάτα τρέχοντας αλαφιασμένη να ξεφύγει από ένα πιθανό μεγαλύτερο κακό (αφού πρώτα φυσικά χρειαστηκε κάποια δευτερόλεπτα για να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει τους πόνους στο πρόσωπο της) όρμησε πάνω του σα λυσσασμένη και του έκανε ότι θα ήθελε να κάνει προφανώς στο Μανωλάκη εάν είχε αίσθηση του δικαίου και της ανταπόδοσης. Τώρα όμως η μόνη αίσθηση που είχε ήταν αυτή της απόλυτης ορμής για επιβίωση και δε θα ανεχόταν καμιά άλλη μαλακία απο κανέναν, εντάξει; Έτσι κανόνισε τον Βελισσάριο που δεν είχε σκοπό να τη βλάψει βεβαίως, αλλά ήταν εκεί...
Όταν τέλειωσε μαζί του, το πρόσωπο του ήταν γεμάτο αίματα... Χωρίς ακόμα να καταλάβει τι του είχε συμβεί προσπάθησε να περπατήσει μερικά μέτρα, προς το μέρος όπου άκουγε τρομερές στριγγλιές. Περιττό να πούμε από που έρχονταν αυτές οι στριγγλιές.
Η μάνα του Μανωλάκη είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Τραβούσε τα μαλλιά της, έψαχνε το βρωμόπαιδο της, έσπαγε πιάτα, ξέσκιζε τις κουρτίνες, έβγαινε στο δρόμο και χτυπούσε τα κουδούνια των γειτόνων και όλη αυτή την ώρα στριγγλιζε. Και είχε ξεχάσει και το φαϊ στη φωτιά!
O Βελισσάριος έφτασε στην ανοιχτή πόρτα. Είδε το χάος που επικρατούσε μέσα. Μα τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε. Δεν πολυσκότισε το μυαλό του βεβαίως, αλλά η σύγχυση του ήταν μεγάλη. Ένιωθε σαν να είχε αποσπαστεί απο το πνεύμα του, τη σκέψη του, την ψυχή του. Τώρα είχε μόνο συνείδηση του σώματος του. Κι έτσι σιγά σιγά ο πόνος άρχισε να τον κυριεύει. Και δυσκολευόταν πολύ να θυμηθεί τι ήθελε εκεί πέρα. Οι φωνές τώρα ακούγονταν πολύ μακρινές. Γιατί ήταν πολύ μακρινή η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν από τα αυτιά του ως το χαμένο του μυαλό. Τα βήματα του φάνταζαν απέραντα αργά, ίσως γιατί ανακάλυπτε για πρώτη φορά τη τεράστια διαδικασία που μεσολαβούσε ανάμεσα σε δύο βήματα. Και η αιτία γι'αυτά τα βήματα έπρεπε κάθε φορά να επαναπροδιορίζεται.
Ο Φιλ είχε τελείωσει την απαιτητική εργασία για την επανάκτηση της -όπως πίστευε- αθωότητας του και τον έβλεπε παραμορφωμένο μέσα από το χοντρό καμπυλωτό γυαλί. Ήταν έτοιμος. Για όλα.
Ο Μανωλάκης βγήκε από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Την είχε σκαπουλάρει πάνω στην αναμπουμπούλα. Και κατάφερε και να κλέψει και δυο τρία πενηντάρικα από το κλειδωμένο ντουλάπι του κομοδίνου. Τι να το κάνεις το κλειδωμένο ντουλάπι αν αφήνεις πάνω το κλειδί; Κι έτσι, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Βελισσάριο.