Ό,τι του φανεί...

That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

περπατώ εις τους Κήπους μονάχη....(κι ο λύκος ήταν πάντα εδώ)

τα χέρια μου μυρίζουνε θαλασσινή αλμύρα, μανταρίνι και τσιγάρο। και φυτρώνουν κάτι λουλούδια μέσα στο χειμώνα, πολύ καθημερινά, πολύ αδέξια, που μυρίζουν καλοκαίρι। παγκάκια δεν υπήρξαν ποτέ σ' αυτές τις παραλίες। μόνο κακοτράχαλα βράχια। μια σκουριασμένη καντίνα। και μια παρέα που κάνει βόλτες έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ μέσα σους χαλικόλοφους।
Η Ιστορία γράφεται πλέον τις μέρες και τις ώρες των δελτίων κάτω απ' τα τραπέζια। Η ιστορία όμως γράφεται τις νύχτες। πάντα।

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

γεια στις πόλεις. (μου λείψατε)

Τις πόλεις τις εξηγείς τα χαράματα। τις καταλαβαίνεις τη στιγμή που στέκονται λίγο ακίνητες, λίγο πριν, λίγο μετά το χαμό। τις πόλεις με το μολυσμένο ουρανό και τις μουσικές που ενώ ξεκινάνε από διπλανά μπαλκόνια δε συγχρονίζονται ποτέ। και δε συναντιούνται ποτέ। οι πόλεις είμαστε εμείς। τα χαράματα। στην πιο εκωφαντική ησυχία τους।
ω ρε φίλε...με κούρασαν οι εξορίες।ειδικά επειδή τις διαλέγω।και πρέπει να τις αγαπήσω γι αυτό.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

-Μου λειψες.
-εμένα να δεις πόσο μου λειψα..
-ήρθες όμως.
-για να φύγω.
-και θα φύγεις;
-για να γυρίσω.
-ε, αφού γυρίζει ο κόσμος, καλά είμαστε.
-είμαστε δεν είμαστε, θα γίνουμε.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ιστορίες από απόντες για απόντες.

Έψαχνε για χρόνια τη χώρα του ποτέ και κατέστρωνε σχέδια για τον πιο γρήγορο δρόμο προς τα κει. Μετά κι αφού ξοδεύτηκε κάθε καμένο κύτταρο κατάλαβε ότι εκεί ζούσε. Γι’ αυτό δεν την είχε κανένας χάρτης. Και μετά ήρθανε χρόνια που κράτησαν λίγες στιγμές. Και στιγμές που ήθελε να κρατήσουν χρόνια αλλά ψόφησαν μέσα στο τασάκι. «αν ποτέ πεθάνω (από ιατρικής άποψης) το τασάκι αυτό είναι ο κόσμος που άφησα πίσω» σκέφτηκε ένα χάραμα πάνω σ’ ένα ύψωμα που ένας άνθρωπος που αγαπούσε είχε ονομάσει 33, δε μάθαμε ποτέ γιατί. Κι έμεινε εκεί, οι άνθρωποι ήταν περαστικοί και τους χάζευε όπως χαζεύεις όλες τις φυλές των ανθρώπων μπροστά σε μια στάση λεωφορείου. Εκεί, και περνούσαν οι άνθρωποι, σταματούσαν, έκανε μαζί τους ένα τσιγάρο, καμιά φορά διαρκούσε πιο πολύ απ’ όσο άντεχε κι έπρεπε να διαλέξει, γιατί έτσι μεγαλώνουμε, διαλέγοντας. Αλλά δεν έλεγε να διαλέξει με τίποτα… «όταν διαλέγεις αφήνεις πάντα κάτι πίσω για να κερδίσεις κάτι άγνωστο» είχε ακούσει ένα βράδυ από μια φωνή διστακτική. Και δεν πείστηκε. Εκεί, με το ένα χέρι να κλείνει τη μύτη και το άλλο να κρατάει το κεφάλι κάτω από τον ανύπαρκτο βυθό. Και φοβόταν όχι να βγει στην επιφάνεια αλλά ν’ ανοίξει τα βρεγμένα μάτια, να δει όσους νοιάζεται. «αν καταλάβεις ποτέ ότι με νοιάζει, χτύπα με γερά να συνέλθω». Μόνο τα παιδιά δεν τα νοιάζει τίποτα, τουλάχιστον συνειδητά. Κι αγαπάνε όλα έναν μυστήριο τύπο που ένα μεσημέρι φοβέριζε το βουνό να μην πέσει και μας πλακώσει γιατί είμαστε νέοι και δε μας άξιζε λέει. Το ‘βουνό’. Όχι το βουνό.

« ζωντανοί μέχρι τα μπούνια φίλε μου. Που είναι τα μπούνια; Γιατί ρωτάς; Να τα βρω στο χάρτη. Άστο, είναι μακριά. Δε θα φτάσουμε ποτέ δηλαδή;»

Αν είχαμε μαζέψει όλες αυτές τις στιχομυθίες θα είχαμε φτιάξει έπος.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

spring on fire.
κι αφού όλοι θέλουν να εξαφανιστούν τι περιμένουν...

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Σήμερα είχε Μάιο για κάτι ώρες ολόκληρες και καθαρή ατμόσφαιρα με θολά συννεφάκια απ’ τα τσιγάρα μας, μούρλια..τα μόνα σύννεφα που ανέχομαι. Και μια θέα τόσο καθαρή προς τον Όλυμπο που νόμιζες θ’ απλώσεις το χέρι και θα πιάσεις λίγο απ’ το μπαγιάτικο το χιόνι. Αλλά δεν το άπλωσα γιατί μπλέχτηκα στα βραχιόλια μου που μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου που μπλέχτηκαν σ’ ένα τεράστιο φουλάρι που θα μπορούσαμε κάλλιστα να το χρησιμοποιήσουμε για τραπεζομάντηλο. Αλλά δεν το χρησιμοποιήσαμε καθότι η μπύρα φιξ δεν ταιριάζει με τραπεζομάντηλα – παρεμπιπτόντως, η ετικέτα της φιξ είναι ο απόλυτος συγκερασμός ελληνικού κιτς με ελληνικό μίνιμαλ, την αγαπώ κι ας είναι αίσχος… Και είχε τόσο ήλιο που κανονικά θα ‘πρεπε να είχαμε γίνει μοσχάρια, όχι λόγω του ρητού, αλλά επειδή έχω μια γνωστή που πιστεύει ότι από τον ήλιο θρεφόμαστε και μαζεύουμε ενέργεια ικανή για να μη φάμε τίποτα. Αλλά επειδή δεν ήταν μαζί μας σήμερα αναγκαστήκαμε να φάμε πατατοσαλάτα και μπουγιουρντί. Οπότε δε γίναμε μοσχάρια. και μετά βυθίστηκαν τα μάτια μας στο επερχόμενο καλοκαίρι στα μαγικά βουνά που κανένας ταξιδιώτης δεν επισκέπτεται παρά μόνο όσοι τους έλαχε να πρέπει να δουλεύουν εκεί πέρα. Και κράτησε με ανοιχτά μάτια περίπου ενενήντα νύχτες σε μια αυλή με τριανταφυλλιές, αγροτικά μοχίτο, ξεκούρδιστες κιθάρες και πασάμπλ βραχνά τραγούδια, ένα τηλεσκόπιο, συστάδες από φώτα των χωριών στα απέναντι βουνά, κεριά σε μπουκάλια κάιζερ για τις διακοπές ρεύματος, μια αιώρα ξεφτισμένη που όλοι σκοτώνονται για το ποιος θα πρωτοσωριαστεί κι ιστορίες για το πώς δημιουργήθηκαν τα αστέρια. Κι αυτή η εικόνα δεν είχε πουθενά θάλασσα. Και για πρώτη φορά – και με τρομάζει που το σκέφτομαι – δεν πειράζει ρε!

Επίσης δεν πειράζει που το παραπάνω περνάει άνετα για έκθεση 9χρονου με θέμα «τι θα κάνετε την άνοιξη».

(όποιος πέφτει με τα μούτρα δεν έχει παρά να τα φάει. Τα μούτρα του. Ευχή και κατάρα πουλάκια! Μην παρασυρθείτε όπως του λόγου μου, ηλιοφάνεια είναι, θα αντέξουμε…)





Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011




Δεν έχει ησυχία εκεί μέσα, δεν έχει. μόνο όταν απομακρυνθείς απ' τον κόσμο ξεχνάς ότι υπάρχει.

κι επειδή μια φορά στις 5 το πρωί που είχαμε όλοι εκδικηθεί τις ζωές μας και βγήκαν τα μαχαίρια κάποιος μου είχε πει "που θα πας μωρέ...που θα βρεις χειρότερα..." ετεροχρονισμένα λέω:

ΠΟΥΘΕΝΑ. κι είναι τόσο σκατόκοσμος εδώ που γυρνοβολάμε που είναι κρίμα να τον παρατήσουμε να καθαρίσει μόνος. Δεν εγκαταλείπω λέμε. Δεν εγκαταλείπω γι' αυτές τις λίγες τις φορές που έχει ησυχία από μέσα μου. και περιμένω να βγαίνουν διαδοχικά τα μαχαίρια σε εδώδιμα και μακρινά σημεία του κόσμου, να πέφτουν πάνω απ' τα χαζοκέφαλά μας κι εμείς να νομίζουμε ακόμα ότι βρέχει αστέρια.
αστέρια και μαχαίρια το ίδιο λάμπουν. αλλά αφού κανείς δεν μπορεί να μας πει πως κόβει ένα αστέρι ας αρκεστούμε στις βολικές συγκρίσεις μας και τους προβληματισμούς μας.
ΠΟΥΘΕΝΑ. δεν έχω το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, τι να κάνουμε τώρα...

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

δεν είναι τίποτα, για να σπάσει το σούρουπο γίνεται όλη η ιστορία.


Διαρκής αμνησία.

Διαρκής αυπνία.

Νύχτα ατελειώτη που δε σημαίνει τίποτα. είναι νύχτα. είναι νύχτα εδώ και χρόνια. δεν ξημερώνει ποτέ, δε θέλουμε. στην υγειά των ντεμέκ της πλατείας, των κουλτουριάρηδων φίλων, των αποτυχημένων φίλων, των καμμένων φίλων. σ' εκείνους που όσο αγαπάνε τον εαυτό τους τον εκδικούνται. σ' εκείνους που ψοφάνε για δράμα κι ας το δείχνουν μόνο όταν είναι τύφλα. τυφλοπόντικες. κρυστάλλινοι αρουραίοι. τώρα νομίζω κατάλαβα τι εννοεί ο ποιητής.

Διαρκής βλακεία.

Διαρκής αμνησία. Και άμα θέλω εγώ, αμνηστία.
Αν και χθες μου είπανε πως είμαι πολύ ελαστική με τους ανθρώπους.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ακολουθεί διάλογος μεταξύ δύο πηγαδιών απύθμενης βλακείας:
- ο εγωισμός μου πέφτει κι εγώ του ρίχνω νέφτι λέμε..
- νομίζω αυτό το νέφτι είναι και το μοναδικό μπουκάλι που έμεινε άθικτο στο σπίτι σου...
- άθικτο; άθικτο; όλα σε κούτες είναι πάλι. θυμάσαι που ξαναμετακόμισα;
- α...ε μπερδεύτηκα. πόσες φορές το χρόνο μετακομίζεις;
- δεν ξέρω. σημασία έχει που στο τέλος σου λείπουν όλοι εκείνοι που δένεσαι μαζί τους.
- εμένα μια φορά μου έλειπαν απ' όταν ήμασταν μαζί, από τον οκτώβρη θυμάμαι. και χωριστήκαμε δεκέμβρη.
- τραγικό. και ξέρεις τι είναι χειρότερο...να μη θυμάσαι πώς συνεχίζονται οι ζωές όλων αυτών που αγαπάς και σου λείπουν. να μην ξεκόβεις επειδή θες, αλλά επειδή έτσι τα φέρνει ο καιρός.
- λες αυτό που δεν τους συναντάς για να σε λένε τ' ασήμαντα τα καθημερινά;
- που μια μπλούζα κάποιου ξέβαψε από νέφτι ας πούμε.
- δε θέλω να με ρωτήσει κανείς ποτέ "τα νέα σου;"...