That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Δεν ήταν τέτοιος τύπος

Πήγε λοιπόν σε παπά και ο παπάς του είπε: «Έχεις το διάβολο μέσα σου.»


«Αλήθεια; Μήπως κάνετε λάθος πάτερ; Δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


«ΑΨΗΦΑΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;;;;», απάντησε εκείνος και το πρόσωπό του φωτίστηκε σε ψυχρές αποχρώσεις του μπλε από μια αστραπή, έτσι όπως είχε σταθεί όρθιος πάνω από το κεφάλι του και αμέσως μετά ακούστηκε η υπόκωφη βροντή. Ούτε που κατάλαβε πότε το έβαλε στα πόδια και βρέθηκε έξω από την εκκλησία. Όπου ο ήλιος έλαμπε και δεν υπήρχε ίχνος επερχόμενης καταιγίδας.

«Τι σου κάνουν τα μεγάλα μέσα», σκέφτηκε.


Στο δρόμο δεν είχε κόσμο.

Ήταν μόνο μια γιαγιά που προσπαθούσε να περάσει το δρόμο. Πήγε διακριτικά δίπλα της και τη ρώτησε κι αυτή την ίδια ερώτηση που είχε ρωτήσει τον παπά.

Η γιαγιά αναπήδησε πάνω στο πι της και αυτό προκάλεσε μια μετατόπιση των οστεοφύτων της και της κόστισε μια έξαρση των αρθριτικών της στα γόνατα και τους αστραγάλους τις ημέρες που ακολούθησαν. Όταν συνήλθε και αφού αναγκάστηκε να της επαναλάβει την ερώτηση, πήρε την εξής απάντηση:

«Τι λες παιδάκι μου; Πού να ξέρω γω γριά γυναίκα; Δοκίμασες να κάνεις καμιά εντριβή με οινόπνευμα;»

«Μπα. Λέτε να βοηθήσει;»

«Ξέρω κι εγώ πουλάκι μου. Μη με σκοτίζεις πιότερο. Έλα, βοήθα με να περάσω το δρόμο».

«Α, μη το συζητάτε. Δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


Κι έφυγε με τα χέρια στις τσέπες, ενώ η γριά με υπεράνθρωπη προσπάθεια είχε σηκώσει το πι στα χέρια και τον καταριόταν. Δεν ήταν κανένας ηλίθιος, ούτε κανένας αναίσθητος. Είχε δει τα ροδάκια στο πι και τα ελατήρια στα σταράκια της.


Λίγο πιο κάτω στο δρόμο βρήκε την ιεραπόστολο κατά της ανεπιθύμητης τριχοφυΐας, που αποτρίχωνε νεαρές (τριχωτές) ανυποψίαστες περαστικές με δύο εντυπωσιακά γυρίσματα του σπαθιού της που πρώτα βουτούσε σε μια λεκάνη με καυτό κερί και εναπόθετε την επίτευξη της επίγειας αποστολής της (εναντίον της υπονόμευσης της τελειότητας του σύμπαντος) στο Υπέρτατο Ον με ακούσιες ταπεινές παρακλήσεις χωρίς σταματημό, ενώ το τρανζιστοράκι της έπαιζε τις τελευταίες επιτυχίες του σταθμού «Λυδία η Φιλιππησία».

Δεν έκανε τον κόπο να την ρωτήσει. Κι εξάλλου … κρατούσε σπαθί.


«Πού πας; Δε θες να με ρωτήσεις τίποτα;» Φώναξε αυτή.

«Ξέρετε …» έσκυψε για να αποφύγει το σπαθί της που «λύτρωνε» εκείνη τη στιγμή δύο μουσάτες δεσποινίδες, «…δεν είμαι εγώ τέτοιος τύπος.»


«Πού ήξερε αυτή ότι ήθελα να ρωτήσω κάτι;» , σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του και δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια ανούσια σπατάλη τρίχας.


Περνώντας μπροστά από ένα παραδοσιακό κουρείο, κοιτάχτηκε στον διαφημιστικό καθρέφτη της βιτρίνας με την επιγραφή «Χρειάζεστε ξύρισμα;» και η πρότερη απορία του λύθηκε. Όχι, δε χρειαζόταν ξύρισμα, κι ούτε ήταν αυτή δική του απορία. Ήξερε πώς η ταπεινή αμαζόνα μάντεψε το ερωτηματικό του. Και δε χρειαζόταν μάλλον καθόλου να μαντέψει καθώς στο… τεράστιο μέτωπο του είχε σχηματιστεί ένα τεράστιο ερωτηματικό χρώματος μωβ. Πότε απέκτησε αυτό το γελοίο σημάδι;


Προσπάθησε να το τρίψει, αλλά το χρώμα ήταν πολύ πηχτό και το μόνο που κατάφερνε ήταν να μουτζουρωθεί. Έσκυψε στη σχάρα που έβγαζε τους ατμούς από το διπλανό καθαριστήριο και έβαλε το μέτωπο του εκεί. Σιγά σιγά μούλιασε, το χρώμα υγροποιήθηκε και άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα μάτια του. Σκουπίστηκε στη μπλούζα του. Και ήταν σαν καινούριος. Και το δέρμα του, σα μωρού.


Υπέθεσε ότι η παράξενη ρομφαιοφόρος είχε κάποια σχέση μ’ αυτό το δυσάρεστο περιστατικό, μια φάρσα αποκάλυψης, ένα τρικ στην υπηρεσία του Σκοπού, αλλά, μά τις λιγοστές τρίχες στο, εκτεθειμένο στο κρύο, κεφάλι του! Δεν επρόκειτο να ρισκάρει το ισχνό του σκέπασμα για να ζητήσει εξηγήσεις.


Αντιθέτως, αυτή η φωνή που άκουγε τώρα μέσα από τη σχάρα του καθαριστηρίου, δεν μπορούσε προφανώς να τον βλάψει. Ξαναέσκυψε και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί της. Κάποια στιγμή η φωνή ανταποκρίθηκε. Kαι έτσι της έκανε την ερώτηση. Ο σωλήνας έφερε την ερώτηση στα αυτιά της φωνής, με την απαραίτητη παραμόρφωση και μυστηριακή μεταμόρφωση της προέλευσης της, με αποτέλεσμα η ίδια η ανοησία της ερώτησης να την ανάγει σε υπερφυσική πρόκληση.


Η φωνή κόμπλαρε. Δίσταζε. Με δάκρυα να αλατίζουν τα ήδη υγρά, λόγω των ατμών, κύματα της, η φωνή δεν απάντησε, αλλά ρώτησε «Ποιος είναι;» και μετά ξαναρώτησε «Πού με ξέρεις;» και, τελικά, σώπασε για λίγο και δήλωσε ψιθυριστά: «Μπορείς να έρθεις μέσα, αν θέλεις.»


Δεν ήθελε. Δεν ήταν τέτοιος τύπος. Της εισόδου. Ήταν της εξόδου, πολυέξοδος, αδιέξοδος και διεξοδικός. Κι έτσι χαιρέτησε και έφυγε κι από κει.


Η απογοήτευση τον είχε ζώσει… … αλλά αρνούνταν να το παραδεχτεί. Ήθελε να παραμείνει αισιόδοξος (κι ας μην έχει συνθετικό την έξοδο, δεν παύει να μοιάζει σα να έχει συνθετικό την έξοδο). Όμως δεν το κατάφερνε και πολύ καλά.


Προσπάθησε να χαρεί τη ζωή, να βρει όμορφα πράγματα γύρω του να θαυμάσει.

Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, αλλά στην πορεία το βλέμμα του κοντοστάθηκε πάνω σε μια στέγη όπου ένας ασπρομούρης πίθηκος και ένα μαύρο γεράκι στέκονταν πάνω στα κεραμιδί κεραμίδια. Του φάνηκε πως ο πίθηκος του έγνεψε κι έτσι πήρε το θάρρος να σκαρφαλώσει από το λούκι ως τη στέγη και να συστηθεί στην αλλόκοτη παρέα. Άνετα και ελεύθερα άγχους, ως άγρια ζώα, του ενέπνευσαν εμπιστοσύνη. Και η απογοήτευση έκανε φτερά.


Ο ασπρομούρης πίθηκος ήταν πολύ φιλικός, αλλά και απόμακρος σαν έμπειρος ναυτικός και το μαύρο γεράκι ήταν βλοσυρό και λιγομίλητο, αλλά μπορούσες να διακρίνεις στην αντανάκλαση του ματιού του το ενδιαφέρον του για τη συζήτηση. Άλλα πάνω απ’ όλα οι δύο αυτοί φίλοι ταίριαζαν τόσο μ’ αυτή την κατά τ’ άλλα συνηθισμένη σκεπή σαν να ήταν εκεί από πάντα, σαν αναπάντεχα gargoyles.

Σύντομα τους εξέθεσε τον προβληματισμό του.


Δεν εντυπωσιάστηκαν. Ούτε τα έχασαν. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μόνο σκέφτηκαν για λίγο.


Περίμενε το απαύγασμα της σοφίας τους, που υπέθετε πως ήταν απαραίτητο προσόν ενός πιθήκου και ενός γερακιού που βρίσκονται καθισμένοι σε μία στέγη. «Αν αυτοί δεν μπορούν να μου λύσουν την απορία, κανένας δε μπορεί.», σκέφτηκε, κανείς δεν ξέρει γιατί, και νοερά μασουλούσε τα νύχια του και χτυπούσε ανυπόμονα το πόδι του και έκανε βόλτες πάνω κάτω σε ένα λευκό, λουσμένο στο φως διάδρομο. Κι όπως ήταν έτοιμος, νοερά πάντα, να κάνει (έναν νοερό) εμετό από την αγωνία, είδε τον πίθηκο να ανακάθεται και το γεράκι να ανασκουμπώνεται. Αναστέναξε κι αυτός.


Και ο πίθηκος είπε: «Αν περιμένεις από μένα κάποιο ηθικό δίδαγμα είσαι πολύ γελασμένος». Πήγε να πει ότι αυτός δεν είναι τέτοιος τύπος και σε ουδεμία περίπτωση δε θα ενέπλεκε την ηθική στις κουβέντες του, όταν το γεράκι τον διέκοψε λέγοντας: «Γιατί έτσι.»


Δεν το κατάλαβε πότε βρέθηκε κάτω στη γη και πάλι. Κοίταξε ψηλά να δει τους φίλους του, αλλά δεν κατάφερνε να δει πολλά πράγματα. Γενικότερα. Μέσα στο μυαλό του κυριαρχούσε ένα άσπρο φως που έσβηνε όλα όσα βρίσκονταν εκεί μέσα αλλά και έξω. Εκτός από την τελευταία αυτή φράση που άκουσε.

Ώστε αυτή ήταν η απάντηση που γύρευε;


Προφανώς! Αισθάνθηκε το σώμα του να γεμίζει με αέρα αρωματισμένο με μέντα. Ήταν ανάλαφρος και με οξυμένες τις αισθήσεις. Αίμα συνέρρεε σε κάθε έναν αισθητικό του κάλυκα και ένιωθε πια ότι ένιωθε τα πάντα. Και τα κατανοούσε πια. Η έκσταση κάλυψε κάθε εκατοστό του κορμιού του και είχε συναίσθηση για ό, τι γινόταν μέσα του, σε κάθε κύτταρο του.


Γιατί έτσι. Περπατούσε και γελούσε δυνατά. Έτρεχε σχεδόν. Έτσι είναι. Αυτό ήταν. Χα!


...




Δεν πέρασε πολύ ώρα. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και προσπάθησε να μειώσει τον καταρράκτη των ερεθισμάτων που έφταναν στον εγκέφαλό του. Έψαχνε κάτι μέσα στο σωρό των συνδέσεων που μπλέκονταν μεταξύ τους. Μετά από κάμποση ώρα, αφού είχε ολόκληρος μουδιάσει, κατάφερε επιτέλους να χτενίσει αυτές τις αναθεματισμένες συνδέσεις και να φτάσει στους κόμπους των σκέψεων του.


Πουθενά! Όπου κι αν έψαξε, δεν τη βρήκε πουθενά. Πανικοβλήθηκε. Κοίταξε γύρω του. Κανείς. Και ο δρόμος άγνωστος. Ξένα γράμματα στους τοίχους.


Πού ήταν πριν και πού είναι τώρα; Ίσως αν ξανάβρισκε αυτούς που είχε συναντήσει… πού όμως; Άρχισε να περπατάει πίσω στο δρόμο που νόμιζε ότι θυμόταν ότι είχε πάρει για να φτάσει εκεί. Μήπως βρει κάποιον από αυτούς που είχε βρει πριν ή, έστω, κάποιον, οποιονδήποτε… να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία… σε κάποιον να απαντήσει… μπας και…


Η απογοήτευση ήρθε ξανά κι αυτή τη φορά έμεινε.

Ήξερε πολύ καλά, πως η ερώτηση είχε χαθεί για πάντα.

Και η απάντηση, λόγω της ζωώδους της προέλευσης, επιτακτικά ερεθισμένη, ζητούσε εκ νέου ζευγάρωμα.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Θα σου στείλω ένα πούλι-ντζερ με τα ΕΛΤΑ, πραγματικά το αξίζεις! Αλήθεια όμως, πώς στο καλό αυτό το παιδί πέτυχε τη γιαγιά μου στο δρόμο τώρα που είναι κατασκήνωση...η γιαγιά εννοώ

neraidoskonismenh..darling είπε...

Μια αναθεματισμένη λέξη μπορεί να είναι.
Η ίδια που περιλαμβάνεται και στην απάντηση.
Γιατι?
Ένα γιατί από μόνο του βέβαια δεν δικαιολογεί τις αναφερόμενες αντιδράσεις των λοιπών ... αλλά στον κόσμο τις γιαγιάς της αγιογδύτισσας και της ανεπανάληπτης ιεραποστόλου(!) μπορεί και να τις δικαιολογεί.

Blood υποβάλλω τα σέβη μου στο συγγραφικό σου ταλέντο που σπάνια μας ξεδιπλώνεις.

kioy είπε...

Αν ένα "Γιατί;" μπορεί να γεννήσει ένα τέτοιο κείμενο, νομίζω πως ήρθε η σειρά μου να ρωτήσω την bloody με την χαρισματική πέννα την εξής ερώτηση: "Γιατί;"

BloodByTheJukebox είπε...

εεε... ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια με υποχρεώνετε... και παίρνουν και τα μυαλά μου αέρα, όχι τίποτε άλλο.

Πούλι-ντζερ και δεν μπορεί να έρθει πετώντας, αγιογδύτισσα; Μη χρεώνεσαι κιόλας και γδύνεις τον άγιο για λογαριασμό μου...
Μήπως η γιαγια σας είπε ότι πάει κατασκήνωση και αντ'αυτού κάνει dolce vita στην πόλη;;;

νεραιδοσκονισμένη, ειλικρινά δε ξέρω ποια ήταν η ερώτηση. Ειλικρινα, που να ξεραθώ!!! :Ρ
Πάντως, γιατι όχι; Χουάι νοτ?

Τέλος, το πληκτρολόγιο μου είναι όντως χαρισματικό, κιου! Τόση σκόνη κι ακόμα δουλεύει. Μου το χουνε ζητήσει καν και καν αλλά εγώ δεν το δίνω,δεν το δίνω.

ο αποτέτοιος είπε...

δε φτάνει που κάνετε τόσο καιρό για να γράψετε, όταν το αποφασίζετε μας κάνετε να ψαχνόμαστε από που πέσαμε και τι μας χτύπησε.

άντε και περαστικά μας..

BloodByTheJukebox είπε...

Η ιπτάμενη σπανακόπιτα θα ήταν... ή κάποιο από τα φονικά όπλα που ανέλυσε η chaos κάποια ποστ πιο κάτω. Πολύ λυπάμαι! Να σας κόψω ένα επίδομα ή μάλλον στείλτε μου το λογαριασμό του ορθοπεδικού! (αν με εντοπίσετε χεχε :Ρ)

chaos-monde είπε...

έχω μείνει μαλάκας.πού θα πάει θα βρω ένα πετυχημένο σχόλιο να κάνω...