Οι μέρες που δε σημαίνουν τίποτα όταν ξεκινάνε και δεν εκβιάζουν την προσοχή, που ξεκινάνε χωρίς προσδοκίες, χωρίς βαρίδια, χωρίς εμένα καμιά φορά. Αλλά, όπως και να’χει, διανύουν μεγάλο δρόμο από την ώρα που ξεκινάνε μέχρι τη στιγμή που θα κλείσει η μέρα. Οι μέρες που για κάποιους φθείρονται μπροστά στα μάτια τους κι ας τους πιάνει μια τρέλα γύρω στις 3 το πρωί να κερδίσουν όσα δεν κέρδισαν τις ώρες που χάθηκαν. Οι μέρες που ξημερώνουνε αόρατες κι αθόρυβες, μοιάζουν με κάποιους περαστικούς με λυπημένα μάτια που πολύ μ’αρέσει να τους κοιτάζω αλλά δεν αντέχω να κρατιέμαι απ’ τα μάτια τους για αρκετή ώρα. Οι μέρες που καταλήγουν σε πανωλεθρία ή σε νίκη από κει που κανείς δεν το περίμενε. Οι μέρες που επιστρέφουν κάτι φαντάσματα του παρελθόντος που έπρεπε να μην είναι πια μέρος της ιστορίας και να μη μαθαίνω πια νέα τους, να μη ξέρω με ποιο τρόπο συνεχίζονται οι ζωές τους. Οι μέρες που ό,τι συμβαίνει έχει αόρατους παρόντες που δε λένε να τα μαζεύουν και να φεύγουν για ένα πιο χαρούμενο κομμάτι του κόσμου. Κι όλες οι καθημερινές ασχολίες γίνονται με την αφόρητη παρέα τους, με χάσματα σιωπών και κολλημένα βλέμματα στο ποτήρι το πάντα γεμάτο απ’ όλα τα υπόλοιπα εκτός από νερό. Οι μέρες που δε με χωράει ο κόσμος αλλά δε θέλω κιόλας να τον αφήσω να γυρίζει χωρίς εμένα και τις ωθήσεις που δίνω κάθε τόσο στην τροχιά του. Οι μέρες που ξοδεύω σε φανταστικά ταξίδια κι αναζητήσεις εισιτηρίων για μέρη που ποτέ δε θα πάμε. Οι μέρες που τις μετράω με τα τσιγάρα κι αργεί να ρθει εκείνη η συνταρακτική ησυχία που όπως τα μεσημέρια του καλοκαιριού τίποτα δεν κινείται κι όλα περιμένουν την ωραία τους έκρηξη. Οι μέρες που με τρομάζει ν’ αλλάζουν οι φίλοι μου και να μην ξέρω πώς να παρακολουθήσω αυτές τις αλλαγές, να μη βρίσκω τρόπο να μπω πίσω απ’ τα βλέμματα. Κι εκείνες που καταλαβαίνεις τη στιγμή που αρχίζεις και χάνεις έναν άνθρωπο, που δε σε δένει τίποτα μαζί του. Τρομαχτικές μέρες. Οι μέρες που οι άλλοι μου μιλάνε και κάτι με ρωτάνε κι εγώ απαντάω αλλά δεν είμαι εκεί. «Ποτέ δεν είσαι» θα ‘λεγε κάποια φίλη. Και ίσως έχει δίκιο, γιατί πάνε κάτι χρόνια που άρχισα να λείπω. Κι από τότε με θυμάμαι, με αδέξιους τρόπους να προσπαθώ να επιστρέψω και να μη μ’αφήνουν τα φαντάσματα. Και πιο πολύ το δικό μου. Δεν τα φοβάμαι τα φαντάσματα, φοβάμαι αυτό που θα μείνει μετά, αφού φύγουν.
Οι μέρες αυτές που έλειπα απ' τον κόσμο κι είχα βρει έναν άλλον. Κι είναι μάλλον μόνιμο άγχος των εξερευνητών: τι θα μείνει απ' αυτους τους κόσμους που εγκαταλείπεις και σε ποιόν να επιστρέψεις.
That can only mean one thing.And I don't know what that is...
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
and all the ghosts that sell memories
they want a piece of the action anyhow..
(η κατάρα των εξερευνητών είναι ότι δεν επιστρέφουν σε κανέναν κόσμο. είναι καταδικασμένοι να περιπλανώνται αιώνια)
κι όσοι τους κάνουν σήμα να σταματήσουν κάποια στιγμή κουράζονται να περιμένουν και φέυγουν. και μάλλον γι' αυτό οι εξερευνητές καταλήγουν με τα φαντάσματα.
(πάει, το λύσαμε κι αυτό.άμα συνεχίσετε να βοηθάτε δε θα χω με τι να παιδεύομαι κι αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα!)
Δημοσίευση σχολίου