εν μέσω μετακόμισης και άχαρων γιορτών, σ' αυτούς που αφήνω και σ' αυτούς που θα βρω.
That can only mean one thing.And I don't know what that is...

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009
εγώ θα συνεχίζω να παίζω μπάλα μόνη μου μέχρι τα πουλάκια να σταματήσουν να μασαμπουκώνουν κανναβούρι. α, και μπορεί να βάλω και ζαγοραίο άμα σχιζοφρενιαστώ κι άλλο. κι άμα ανέβει ο πυρετός στους 40 μπορεί και να βάλω κι εμένα να τραγουδάω. όχι, το λέω επειδή με είπανε πως συνήθως όσοι δεν ακούνε καλά δεν έχουν και καλή φωνή. τι λέτε μανδάμ; κουφή είμαι, όχι παράφωνη. απ' τα ντεσιμπέλ και τη μανιώδη
χρήση μπατονέττων το έπαθα, έχω και ιατρική γνωμάτευση επ' αυτού!
(λοιπόν, αυτό το ποστ είναι ένα ανυπέρβλητο παράδειγμα καταστροφής ενός υπέροχου κομματιού από τρισάθλια συνοδεία λόγου)
και επιτέλους θα μας εξηγήσει κάποιος γιατρός γιατί όποτε είμαι στο νεκροκρέβατο καταλαμβάνομαι απ' το πνεύμα του καλικάντζαρου και δεν έχω ησυχία;;;;;;
φωνή μάνας: γιατί, γνωρίζεις και κανένα γιατρό; όλοι σου οι γνωστοί απ' το πολυτεχνείο και τις φιλοσοφικές είναι!
φωνή δική μου(η πολύ βραχνή): ξέρω και καλοτεχνίτες.
φωνή μάνας: τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας...
φωνή δική μου (η μετρίως βραχνή): τόση ώρα ρίχνω πάσα στη μπλοντ ρε μάνα...
καλέ, η φωνή της μάνας μου από που έρχεται;;;
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Κάποιοι μένουν σε τόπους που ο ήλιος δύει πιο αργά, παίζουν με τα δάχτυλα την άμμο και χάνουν τον προσανατολισμό τους το πρωί μετά τις αμμοθύελλες .Έχουν στις τσέπες τους μολύβια και νήμα κόκκινο για το γυρισμό στο σπίτι. Κάποιοι άλλοι έχουν σπίτια και διευθύνσεις και καθαρά παπούτσια και δεν έχουν ανάγκη από κανένα νήμα. Και κανείς δεν τους ψάχνει με αγωνία,και κανέναν δεν ψάχνουν, έχουν κάποια έδρα και την ίδια θέα απ' το παράθυρο. Και κάποιοι άλλοι είναι σαν χρώματα φτηνά που κανένας ζωγράφος δε θέλει να απλώσει με τα δάχτυλα στους καμβάδες του γιατί μένουν τ' αποτυπώματα πάνω του κι όχι στο χαρτί. Και λερώνουν. Εσωτερικοί μετανάστες που λερώνουν την ανατολή του ήλιου. Κι άλλοι, καθισμένοι σε μια πέτρα, περιμένουνε μια Κυριακή ή ένα καλοκαίρι. Πάνε χρόνια απ' την τελευταία Κυριακή που θυμάμαι.Είχε στρωμένο τραπέζι μ' απομεινάρια από κρασί και ψωμί και παιδιά να παίζουν με τα ψίχουλα και να νιώθουν ότι κάτι λείπει. Η περιπέτεια. Κι όταν μετά ήρθε μια μεγάλη περιπέτεια, ντύθηκαν πειρατές και ναυάγησαν. Και πως να επιστρέψουν στην κρεμασμένη απ' την άκρη του ορίζοντα πόλη για να διηγηθούν τις ιστορίες τους στους ανθρώπους; Να πουν πως έχασαν το παιχνίδι που οι ίδιοι έστησαν; Κανείς δεν καταλαβαίνει τους ξενιτεμένους άμα επιστρέφουν, έχουν κάποια απόσταση στα μάτια. Κι έτσι, οι άνθρωποι ξανάφυγαν για την περιπέτεια κυνηγώντας το καλοκαίρι. Άφησαν αποτύπωμα μα το άφησαν στην άμμο. Και το πήρε ο χρόνος. Και τώρα πια όσοι αγαπιούνται πολύ ανάβουν ένα αστέρι στον ουρανό να δώσει σήμα στα υπόλοιπα να ανάψουν κι εκείνα για να μας σκεπάζει η χαρά μας κι η λύπη μας. Και να μη χρειάζεται πια να μιλάει κανείς για τα τετριμμένα. Γι αυτό ο ουρανός είναι τόσο όμορφος. Έχουμε στείλει εκεί πάνω τις ζωές μας.
Κι εκείνους που κυνηγούν να φτάσουν το φεγγάρι δεν τους κατάλαβα ποτέ. Πρέπει να μένουν μυστικά τα μυστικά και αδιάνητες οι αποστάσεις. Και να είναι όλα βαλμένα με τάξη στην αταξία του κόσμου.
Κι εκείνους που κυνηγούν να φτάσουν το φεγγάρι δεν τους κατάλαβα ποτέ. Πρέπει να μένουν μυστικά τα μυστικά και αδιάνητες οι αποστάσεις. Και να είναι όλα βαλμένα με τάξη στην αταξία του κόσμου.
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
εξερευνητές και κυνηγοί φαντασμάτων
Οι μέρες που δε σημαίνουν τίποτα όταν ξεκινάνε και δεν εκβιάζουν την προσοχή, που ξεκινάνε χωρίς προσδοκίες, χωρίς βαρίδια, χωρίς εμένα καμιά φορά. Αλλά, όπως και να’χει, διανύουν μεγάλο δρόμο από την ώρα που ξεκινάνε μέχρι τη στιγμή που θα κλείσει η μέρα. Οι μέρες που για κάποιους φθείρονται μπροστά στα μάτια τους κι ας τους πιάνει μια τρέλα γύρω στις 3 το πρωί να κερδίσουν όσα δεν κέρδισαν τις ώρες που χάθηκαν. Οι μέρες που ξημερώνουνε αόρατες κι αθόρυβες, μοιάζουν με κάποιους περαστικούς με λυπημένα μάτια που πολύ μ’αρέσει να τους κοιτάζω αλλά δεν αντέχω να κρατιέμαι απ’ τα μάτια τους για αρκετή ώρα. Οι μέρες που καταλήγουν σε πανωλεθρία ή σε νίκη από κει που κανείς δεν το περίμενε. Οι μέρες που επιστρέφουν κάτι φαντάσματα του παρελθόντος που έπρεπε να μην είναι πια μέρος της ιστορίας και να μη μαθαίνω πια νέα τους, να μη ξέρω με ποιο τρόπο συνεχίζονται οι ζωές τους. Οι μέρες που ό,τι συμβαίνει έχει αόρατους παρόντες που δε λένε να τα μαζεύουν και να φεύγουν για ένα πιο χαρούμενο κομμάτι του κόσμου. Κι όλες οι καθημερινές ασχολίες γίνονται με την αφόρητη παρέα τους, με χάσματα σιωπών και κολλημένα βλέμματα στο ποτήρι το πάντα γεμάτο απ’ όλα τα υπόλοιπα εκτός από νερό. Οι μέρες που δε με χωράει ο κόσμος αλλά δε θέλω κιόλας να τον αφήσω να γυρίζει χωρίς εμένα και τις ωθήσεις που δίνω κάθε τόσο στην τροχιά του. Οι μέρες που ξοδεύω σε φανταστικά ταξίδια κι αναζητήσεις εισιτηρίων για μέρη που ποτέ δε θα πάμε. Οι μέρες που τις μετράω με τα τσιγάρα κι αργεί να ρθει εκείνη η συνταρακτική ησυχία που όπως τα μεσημέρια του καλοκαιριού τίποτα δεν κινείται κι όλα περιμένουν την ωραία τους έκρηξη. Οι μέρες που με τρομάζει ν’ αλλάζουν οι φίλοι μου και να μην ξέρω πώς να παρακολουθήσω αυτές τις αλλαγές, να μη βρίσκω τρόπο να μπω πίσω απ’ τα βλέμματα. Κι εκείνες που καταλαβαίνεις τη στιγμή που αρχίζεις και χάνεις έναν άνθρωπο, που δε σε δένει τίποτα μαζί του. Τρομαχτικές μέρες. Οι μέρες που οι άλλοι μου μιλάνε και κάτι με ρωτάνε κι εγώ απαντάω αλλά δεν είμαι εκεί. «Ποτέ δεν είσαι» θα ‘λεγε κάποια φίλη. Και ίσως έχει δίκιο, γιατί πάνε κάτι χρόνια που άρχισα να λείπω. Κι από τότε με θυμάμαι, με αδέξιους τρόπους να προσπαθώ να επιστρέψω και να μη μ’αφήνουν τα φαντάσματα. Και πιο πολύ το δικό μου. Δεν τα φοβάμαι τα φαντάσματα, φοβάμαι αυτό που θα μείνει μετά, αφού φύγουν.
Οι μέρες αυτές που έλειπα απ' τον κόσμο κι είχα βρει έναν άλλον. Κι είναι μάλλον μόνιμο άγχος των εξερευνητών: τι θα μείνει απ' αυτους τους κόσμους που εγκαταλείπεις και σε ποιόν να επιστρέψεις.
Οι μέρες αυτές που έλειπα απ' τον κόσμο κι είχα βρει έναν άλλον. Κι είναι μάλλον μόνιμο άγχος των εξερευνητών: τι θα μείνει απ' αυτους τους κόσμους που εγκαταλείπεις και σε ποιόν να επιστρέψεις.
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
burn...
κοίτα τώρα τι θυμήθηκα...η αυριανή μέρα θα φταίει. αφιερωμένο σ' όσους πάνε αύριο σχολείο, μαζί κι εμένα, μόνο αυτή η φράση μου 'ρθε..
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009
Διότι το βρίσκω πολύ δύσκολο να σχολιάσω τις δύο από τις τρείς τελευταίες αναρτησεις, θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω ένα μουσικό βίντεο ως σχόλιο σ'αυτές και συνάμα νέα ανάρτηση, για να κανω και το κομμάτι μου. Και δραττομαι της ευκαιρίας, να το αφιερώσω και στην προσφάτως εορτάζουσα νεραϊδοσκονισμένη. Αγνοήστε τον μουσάτο κύριο της αρχής και την γλώσσα που χρησιμοποίησα. Ενίοτε παραλογίζομαι.
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Ειχα ενα σπίτι με δυο βουκαμβιλιες στην είσοδο που μου ζωγραφιζαν φουξια χαμογελα καθε πρωι. Αυτο είναι αρκετο για να καταλαβεις. Το εσωτερικό του το ξερεις, μαζι το φτιαξαμε.. δεν θα στο αναλυσω, αν και μπαινω σ'αυτον τον πειρασμο..μπας και καταλαβεις.
Δυο μελισσες ήταν τα φιλαρακια μας.
Γυρισα ξανα στο σπίτι. Εβαλα στην πορτα το κλειδι μα δεν γυριζε.. δεν ξερω αν εφταιγε η πορτα η το κλειδι, το θεμα ειναι οτι δεν μπορουσα να κανω την δουλεια μου.
Σαν ταχυδακτυλουργος εβγαλα δυο μαντιλια απ΄τις ακρες των ματιων, μα το κλειδι δεν γυρναγε.

Γιατι αφησες την καγκελοπορτα ανοιχτη κι εβαλες
μεσα τον βορια ?
Μου ξηλωσε τις βουκαμβιλιες κι εκανε σκονη τα ευθραυστα ανθη τους.
Και δεν προλαβα να δω ουτε τον τελευταιο μωβ χορο τους.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Μου θυμίζεις εκείνη την ηλικία των είκοσι που είναι λες και θα κρατήσει για πάντα κι αυτό το πάντα μοιάζει τόσο μεγάλο και δύσκολο να το διαχειριστείς κι όμως το φυλάς στο χέρι και πας όπου είναι να πας χωρίς να ξέρεις που θα είσαι αύριο κι αν υπάρχει μεθαύριο. μου θυμίζεις εκείνη την ηλικία που δεν κουράστηκες ακόμα να μοιάζεις παράξενος στους άλλους κι αυτοί οι άλλοι είναι όλος ο υπόλοιπος κόσμος που δε σε πιστεύει, οι άλλοι οι ξεπερασμένοι κι οι μίζεροι που λυπόμαστε και που όταν και άμα ποτέ μεγαλώσουμε δε θέλουμε να τους μοιάσουμε. μου θυμίζεις ακόμα πως είναι όταν αγαπάς να κάνεις εκείνες τις παιδιάστικες κινήσεις που έχουν ξεχάσει πια τα χέρια μου να σχηματίζουν και να σκας χαμόγελα βαθιά απ' τα μάτια, που να ζουν όσο μια πεταλούδα και να τα αναγνωρίζουν λίγοι, εκείνοι οι τρελαμένοι για ζωή. Τότε που ακόμα αντέχαμε να πάμε απ' τον ανάποδο δρόμο και σέρναμε μαζί κι όλα τα λάθη μας. Τα λάθη που δικαιούσαι να κάνεις και θα ξανακάνεις με το απεριόριστο που σου δίνει ο χρόνος. Και που τα χρεωθήκαμε για μια ζωή κι από τότε ένα ποτήρι απ' ότι πίνουμε είναι πάντα για να ξεχρεώσουμε. Τότε που είχαμε κλείσει ένα παγκάκι για τα αιώνια είκοσι και μέναμε στο σπίτι με τους νεκρούς και τους αγέννητους, μια ανάσα απ' το κέντρο της δημιουργίας, ένα τσιγάρο δρόμο απ' το μυστικό. Και δε σου λέει ποτέ κανείς ότι αυτό το σπίτι το νοικιάζεις για ένα μικρό μικρό διάστημα και το παγκάκι θα στο πάρουν άλλοι, πιο νέοι, πιο επαναστάτες, πιο θλιμμένοι. Και το μυστικό θα μένει πάντα κλειδωμένο σ' εκείνη την ηλικία. Και σ' αγαπάω που πιστεύεις ότι δεν καταλήγουν όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Και μετά μ' αγαπάω και μένα λίγο αφού ακόμα αντέχω και παίζω με τις πιθανότητες όλων. Κι όσο σου δίνω ελπίδες να ξεφύγεις απ' το σωρό τόσο μου δίνω κι εμένα. Γιατί το μόνο που έμεινε από τότε είναι ο φόβος των άλλων, να μη γίνουμε σαν αυτούς. Εμείς είμαστε πάντα με τους αλλού, ποτέ με τους άλλους. Αλλά επειδή δεν ελπίζω κάθε μέρα, είναι φορές που το 'χω ξαναδεί το έργο και τότε κλείνω τα μάτια να μη σε δω που θ' αργοσβήνεις στο πανί, να μη σε δω να χάνεις. Γιατί ακόμα ελπίζεις. Προχθές ένα παιδί είπε πως δεν είμαι και πολύ συμπαθητική. Και λίγες μέρες πριν ένα άλλο παιδί με ρώτησε αν θυμάμαι τότε που ήμασταν πειρατές. Κι εγώ σε θυμήθηκα, του είπα ναι, του έφτιαξα μια περίεργη ιστορία και πήρα το ένα μου μάτι και το πλοίο της γραμμής και γύρισα. Για να σε δω να μη μεγαλώνεις.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)