That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Πού μας πήγε το πουλμανάκι;;;

Το λεωφορείο φρέναρε απότομα στην αποβάθρα, κάνοντας μισή στροφή προς τα μέσα, αποφεύγοντας τελευταία στιγμή να πέσει στο νερό, πέφτοντας σε μια λακκούβα με λασπόνερα αντί γι’ αυτό.

Πρέπει να ήταν νύχτα, νύχτα της πόλης, οπού το μαύρο του σκοταδιού είναι καφέ από τα φώτα, την υγρασία και απ' όσο νέφος παραμένει από τη μέρα της ασφυξίας. Και σχηματίζει μισή σφαίρα πάνω από το έδαφος και γύρω από την πόλη.

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, χωρίς να θυμόμαστε γιατί είχαμε ανέβει. Το λεωφορείο έμοιαζε μάλλον με σχολικό, κανείς μας δεν είχε μπει ξανά σε σχολικό και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνουμε τώρα. Ούτε υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκεται ένα σχολικό στην άκρη του λιμανιού μιας ξένης πόλης, τέτοια ώρα.

Αλλά βρισκόταν εδώ κι εμείς βρέχαμε τα πόδια μας μέχρι τα γόνατο, τσαλαβουτώντας στα νερά του ανώμαλου εδάφους της αποβάθρας. Το οπτικό μας πεδίο άνοιξε απότομα με το φύσημα ενός χλιαρού ανέμου, σαν να επεκτάθηκε το τοπίο. Τώρα είχαμε πού να πάμε, αφού διασχίσαμε αστραπιαία την τεράστια, άδεια έκταση του λιμανιού.

Γιατί ξαφνικά υπήρχε πόλη. Έρημη και άδεια. Ο καθένας μας είχε τη βεβαιότητα ότι ήταν μια πόλη στην οποία βρίσκεται για πρώτη φόρα και ο καθένας είχε διαφορετικό όνομα γι’ αυτήν. Τι κι αν κοιτούσαμε το ίδιο πράγμα; Τι κι αν στεκόμασταν όλοι μαζί, διστακτικοί να κάνουμε το ένα βήμα που θα μας έβγαζε από τις λακκούβες με τα λασπόνερα; Ο καθένας μας βρισκόταν σε διαφορετική πόλη. Κι όλοι ήμασταν σίγουροι πως ξέραμε που είμαστε, κι ας μη το είχαμε ξαναδεί αυτό το μέρος.

Έτσι δεν είπαμε κουβέντα.
Εξάλλου η παρουσία των άλλων ήταν για τον καθένα μας βάρος.

Αλλά δεν είπαμε κουβέντα.

Ούτε όταν εμφανίστηκε στον έρημο δρόμο εκείνος ο περίεργος τύπος ντυμένος σαν διευθυντής τσίρκου. Μας καλωσόρισε και μας βοήθησε να περάσουμε το δρόμο. Ο δρόμος ήταν άδειος, άλλα μάλλον είχαμε ξεχάσει να περπατάμε. Μας έμαθε ξανά. Με μια-δυο κινήσεις των χεριών του και μια-δυο προσταγές, πάντα ευγενικές, ήμασταν ήδη απέναντι.

Προτιμήσαμε να μην σταματήσουμε και ξεχάσουμε να περπατάμε πάλι.

Ο οδηγός μας μάς συμβούλεψε, καθώς ανηφορίζαμε,
«Μην εμπιστεύεστε το κέρατο ενός ταύρου, το δόντι ενός ντόμπερμαν, το αφηνιασμένο άλογο ή εμένα.»

Τον ακολουθήσαμε. Δεν του είχαμε ζητήσει τίποτα εξάλλου και ήταν πολύ νωρίς για να τον αφήσουμε.

Στις δυο μεριές του δρόμου που ανεβαίναμε υπήρχαν μαγαζιά κλειστά, σκονισμένα, παρά την υγρασία. και με κάτι σανίδες καρφωμένες χιαστί στις εισόδους τους. Ο δρόμος ήταν στενός και πλακόστρωτος. Κανείς τριγύρω και πάλι. Εμείς κοιτούσαμε την μια μόνο πλευρά του δρόμου. Η άλλη βρισκόταν πίσω από τα μάτια μας.

Στην κορυφή της ανηφόρας στάθηκε ο οδηγός μας και σε λίγο ήμασταν κι εμείς εκεί.

Για να βρεθούμε σε ένα φαρδύτερο πλακόστρωτο δρόμο κάθετο στον προηγούμενο. Όλα τα μαγαζιά σ’ αυτό το δρόμο ήταν με τα ρολά κατεβασμένα και τις ταμπέλες σβησμένες από τη φθορά του χρόνου.

«Βγάζω το καπέλο μου στον άνθρωπο που βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου», είπε ο οδηγός μας και έβγαλε το καπέλο του.

Η σιωπή στον άδειο δρόμο έγινε ξαφνικά μεταλλική και απόλυτη. Σαν να σταμάτησαν να ακούγονται ακόμα και τα κτίρια με τις διαστολές και συστολές των υλικών τους. Και ο αέρας απέκτησε μια γεύση από σκουριά, πάντα αθόρυβος.

Από τη γωνία του δρόμου εμφανίστηκε ένας άντρας με άσπρο πουκάμισο και μαύρα μαλλιά. Η γεύση της σκουριάς ερχόταν από αυτόν. Ίσως επειδή ήταν ιδρωμένος. Από την υγρασία της νύχτας. Ίσως και όχι.

Ο άντρας ήρθε πολύ κοντά στα πρόσωπα όλων μας, ταυτόχρονα. Ήταν σαν ο καθένας μας να τον είχε μπροστά του, μόνο μπροστά του, σε απόσταση λίγων εκατοστών.

Και τότε μας είπε κάτι, αλλά όπως μιλούσε τα χείλη μας κινούνταν σύμφωνα με τα λόγια του και οι φωνή μας σχημάτιζε τα ίδια λόγια μ’ αυτόν, την ίδια στιγμή που τα λόγια του αποκτούσαν ήχο. Ήταν σαν τα χείλη μας και ο λάρυγγας μας να αντικατόπτριζαν τα δικά του χείλη και το δικό του λάρυγγα.

«Σταμάτα να κλαις πια, κατάπιε την περηφάνια σου, δε θα πεθάνεις, δεν είναι δηλητήριο».

Θέλαμε να του πούμε ότι δεν κλαίμε και δεν έχουμε περηφάνια, αλλά αφού δεν μπορούσε να το δει, τα λόγια μας δε θα βοηθούσαν. Κι έτσι κάναμε ότι μας είπε (και ό,τι έβγαλε από τα λαρύγγια μας) με ό.τι μέσα είχαμε διαθέσιμα.

Ο άντρας χόρευε και μαζί κι εμείς, αλλά δεν κράτησε πολύ.
Έκανε μια στροφή και έφυγε πίσω στη γωνία απ’ όπου είχε έρθει.

Η γεύση της σκουριάς έμεινε για αρκετή ώρα ακόμη γιατί είχαμε ιδρώσει μαζί του και οι ατμοί από τους ιδρώτες μας είχαν ανακατευτεί και ήταν παγιδευμένοι τώρα στην κορεσμένη υγρή ατμόσφαιρα.

Κι οδηγός μας που ήταν ντυμένος σα διευθυντής τσίρκου, είχε εξαφανιστεί κι αυτός, χωρίς στροφή, εκτός κι αν έκανε κι αυτός μία και δεν την είχαμε δει. Κρίμα.

Κρίμα, επίσης, ήταν που είχαμε ξανά ξεχάσει να περπατάμε.

Μπορέσαμε όμως να δούμε το δρόμο μπροστά μας να διαλύεται, τα κτίρια να πέφτουν μέσα σε μια τρύπα και μετά το ίδιο να συμβαίνει και με του δρόμους πίσω από αυτά και με τα κτίρια και με όλη τη πόλη, μέχρι που έμεινε μόνο ο λόφος που στεκόμασταν, φτιαγμένος από τη λάσπη του αμμοκουβαλητή και μια μαύρη βροχή έπεσε, ώσπου ο λόφος διαλύθηκε και αυτός και έπεσε μέσα στην τρύπα.

Κι εμείς ακούγαμε μόνο το χτύπο του αίματος μας.

Μέχρι που πια ο καθένας μας ξύπνησε μόνος του στο κρεβάτι του.






*Ό,τι είναι γραμμένο με πλάγια γράμματα και διαφορετικό χρώμα είναι στίχοι τραγουδιών που μπήκαν μέσα στο όνειρο aυτόκλητα, λογοκλοπή με λίγα λόγια, από τα Starving in the belly of a whale, Lay me Low, Tombstone Blues και Τupelo με τη σειρα. I'm innocent when i dream...

Δεν υπάρχουν σχόλια: