That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Στο Καφενείο


Ο θυρωρός έφευγε για το καφενείο της γωνίας, μια ορισμένη ώρα, αλλά ωστόσο διαφορετική από εκείνη του μεσημεριανού φαγητού ή των ορεκτικών. Υπήρχε εκεί, ο άνθρωπος που χωρίς να είναι λεπρός έκρυβε το πρόσωπο του πίσω από μια εφημερίδα, αυτός που πραγματοποιούσε το καταπληκτικό και καθημερινό θαύμα του να καταπίνει ένα ποτό τοποθετώντας τα χείλη του σ'ένα ποτήρι, ο άλλος που προσπαθούσε να διαβάσει μια εφημερίδα πάνω από τον ώμο του διπλανού του, τινάζοντας νωχελικά τη στάχτη του τσιγάρου στο άδειο φλιτζάνι του καφέ, κι εκείνος που μετρούσε νοερά τα βήματα του μήκους μιας σκεπαστής βεράντας, ρωτώντας την ώρα συλλαβιστά... Όλοι μαζί, μια ορισμένη ώρα, μετέτρεπαν το λαϊκό καφενείο της γωνίας σε καράβι-φάντασμα ή σε τριήρη που με καιόμενη την πλώρη της, συνέχιζε ωστόσο το ταξίδι της περισσότερο από εκατό χρόνια τώρα...

Ο θυρωρός διέσχιζε την αυλή. Η γρηγοράδα με την οποία το έκανε έσβηνε ακόμα και την αίσθηση του γλιστρήματος, που την επανακτούσε, βέβαια, όταν έφτανε στη μεγάλη πόρτα και, βγαίνοντας στο δρόμο, σήκωνε τα μάτια του απέναντι στη μεγαλοπρέπεια της ημέρας. Συνέχιζε να διεισδύει μέσα στη βαρετή γραμμικότητα του δρόμου που χανόταν στο βάθος, χωρίς να απολαμβάνει κανένα αίσθημα κατάκτησης ή δικαίωσης. Έφτανε στο καφενείο. Οι παράξενοι και ευχάριστοι τύποι που βρίσκονταν εκεί, έμεναν ακίνητοι και δεν έδειχναν να θέλουν να ολοκληρωθούν μέσα σε νέους συνδυασμούς. Κοκαλωμένοι, πεθαμένοι μέσα στον πάγο έμοιαζαν περισσότερο με Βίκινγκς, Βρετανούς ή Νορμανδούς οι οποίοι ακολουθούσαν στο χιόνι τα ίχνη μιας χαμένης αποστολής. Η ανία έπηζε σε μεταλλική ομίχλη και η στάχτη του πούρου που έπεφτε, θα μπορούσε να είναι τόσο μια διαταγή θανάτου, όσο κι ένας απότομος τρόπος να εγκαταλείψουν το βράχο της πλήξης, μέσα σε μια λίμνη λευκής ακολασίας. Ο θυρωρός εισχωρούσε σ'αυτήν την ακίνητη πανίδα και άλλαζε μερικά σύντομα λόγια με τον άνδρα που σερβίριζε, κερδίζοντας τις ματιές των άλλων, την ίδια ώρα που δυο παιδιά με ροδοκόκκινους χιτώνες έμπαιναν στην αυλή για να παρατηρήσουν κρυφά τους δείκτες του ρολογιού.

Απόσπασμα από το διήγημα Η βιολετιά αυλή (1941) του Jose Lezama Lima, σε μετάφραση Θέμη Τασούλη, από το βιβλίο Το παιχνίδι των αποκεφαλισμών, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: