That can only mean one thing.And I don't know what that is...


Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Παραμύθι......!!!!!

Ηταν μια φορά κι ένα καιρό ένα μικρό χρυσόψαρο που υπέφερε από κατάθλιψη.. Μια μέρα, μετα την ώρα του φαγητού, πήρε φόρα για να πηδήξει έξω απο τη γυάλα. Μα αυτή του η προσπάθεια απέβη μάταιη..πέρα από καταθλιπτικό το χρυσόψαρό μας δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε ο αθλητικός ο τύπος...οπότε καταλαβαίνετε..ασε που ειχε μολις φαει... αλήθεια τι είχε φαει; είχε κιόλας ξεχάσει... όπως επίσης και γιατί ήταν τόσο θλιμμένο. Που βρισκόταν, αλήθεια; Καλέ στη γυάλα βρισκόταν. Τα'παμε πριν αυτά. Το θέμα ήταν οτι κάτι το απασχολούσε.Και κάθε φορά ξεχνούσε τι ήταν αυτο. Όπως και το που βρισκοταν... αποφασισε λοιπόν να κανει μια ανιχνευτική βόλτα καθώς και μία ενδελεχή ενδοσκόπηση. Τα αποτελέσματα της οποίας γιατρέ τι έδειξαν??,ρώτησε το χρυσόψαρο τον εαυτό του, διότι εκτός από καταθλιπτικό ήταν και ολίγον σχιζοφρενές...Ούτε μια αυτοκτονία δεν είμαι ικανός να φέρω εις πέρας..μονολογουσε κι έλεγε φέρνοντας σβούρες γύρω γύρω τη γυάλα..και σκάρωνε φούσκες κι έκλεινε την απελπισία του μέσα και τις έστελνε στην επιφάνεια. Κι ο μικρός Μανώλης, το κακομαθημένο κωλόπαιδο του σπιτιού, τις έσκαγε, και η απελπισία, βαριά σαν ταφόπλακα έπεφτε και πλάκωνε το μικρό χρυσόψαρο ξανά. Μα τι μου λείπει;Τι μου λείπει;Το ελεγε και το ξανάλεγε.Όχι απο απελπισία,αλλά επειδή είχε ξεχάσει οτι το είχε πει. Ξαφνικά, μετά την 679η φορά που αναρωτήθηκε, κοίταξε το δεξί του πτερύγιο και διαπίστωσε ότι του λείπουνε οι βούλες... σύντομα το ξέχασε, άλλα τουλάχιστον προχωράει η ιστορία. Και κάπου εδώ ας διευκρινιστούν κάποια πράγματα...
Όλα ξεκινάν από της βούλες ή μηπως όλα ξεκινάν από τον Μανωλάκη? Το παίρνω από την αρχή..ο Μανωλάκης είχε ζαλίσει τους γονείς του να του πάρουν σκύλο αλλά η μάνα υστερική με την καθαριότητα άσκησε βέτο κι ο ταλαίπωρος πατέρας βρήκε την αναίμακτη λύση του χρυσόψαρου..Αρχικά όμως ήταν 2 τα χρυσόψαρα στη γυάλα...Εδώ έρχεται να ξεκαθαριστεί το ζήτημα με τις βούλες.. Α!Έτσι εξηγείται γιατι ο Μανωλάκης φώναζε το χρυσόψαρο Αζορ.Του'χε μείνει απωθημένο ο σκύλος βλέπετε...Οι βούλες,όμως.ήταν μια άλλη ιστορία...Γραμμένη με αίμα,δάκρυα κι ιδρώτα... Mε αίμα γραμμένο το πρώτο κομμάτι. Ο Αζόρ με το άλλο χρυσόψαρο, δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις. "Τι θέλετε κύριε στο σπίτι μου; Σας ξέρω από κάπου;", έλεγε ο ένας, "Απο πού κι ως πού σπίτι σας; Έχω ντοκουμέντα! Να δεις που τα βαλα...", ελεγε ο άλλος. Και αυτή η ιστορία θα συνεχιζόταν ες αει εάν μια μέρα το δεύτερο χρυσόψαρο δε βρισκόταν ειδεχθώς σφαγμένο πάνω στο μεγάλο κοχύλι, δίπλα στο σεντούκι-μινιατούρα. .....Φόνος και δη ειδεχθης στη γυάλα..μα ποιος θα μπορούσε να εκτελέσει τετοιο έγκλημα? Το μικρό μας χρυσόψαρο..?Ναι καταλαβαίνω ότι είναι ο νούμερο ένα ύποπτος...αλλά μήπως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα? Καλέ αυτό δε θυμάται τι έφαγε εχθές.Είναι ικανό για φόνο;Και πώς δηλαδή θα μπορούσε ειδεχθώς να δολοφονήσει το άλλο ψάρι.Εμένα κάτι μου βρωμάει στην ιστορία.Και μη μου πείτε για τον ιδρώτα που λέγαμε παραπάνω. Εξάλλου μας διεφευγει ( ευτυχως οχι για πολυ ακόμα) η θέση στην οποία βρέθηκε ο Αζόρ το πρωί που ανακαλύφθηκε το πτώμα. Όσο παράξενο και να ακούγεται ο Αζόρ ξύπνησε εκείνο το πρωί με το δεξί του πτερύγιο σφηνωμένο ανάμεσα στο πτώμα και το μεγάλο κοχύλι... Η στάση αυτή σαφώς συνηγορούσε υπέρ του σεναρίου ενός εγκλήματος πάθους ή ενος εγκλήματος τελεσμένου επάνω στη σεξουαλική έξαρση. Όταν όμως ο Αζόρ κατάφερε να απεγκλωβιστεί ... ΣΟΚ... Που ήταν οι βούλες του; Και ποιός ήταν αυτός ο νεκρός πάνω στο πτερύγιο του;
Ο Μανωλάκης όταν ξύπνησε και είδε το φριχτό θέαμα φημολογείται ότι ειπε: "WoW μαλάκα, καλύτερο κι από πόκεμον... μιλάμε πόκεμον και μπομπ ο σφουγγαράκης μαζί..." και έπιασε ένα καλαμάκι κι άρχισε να κάνει μπουρμπουλήθρες μες στη γυάλα... διάφανες μπουρμπουλήθρες με μονο έναν τόνο κόκκινο...πόσο αίμα να έχει ένα χρυσόψαρο; Ο Αζορ απο την άλλη να καταριέται τη μαυρη του την τύχη...''Δε μου'φτανε η μοναξιά μου,ήρθε αυτός ο ξενέρωτος και μου κατσικώθηκε...Και σαν να μην έφτανε αυτό πήγε και δολοφονήθηκε κιόλας.Για να μη θυμηθώ τις γοητευτικές μου βούλες.Πού πήγαν κι αυτές;Αχ!Τι θα απογίνω;Κι αν πλακώσουν οι μπάτσοι;Αχ!Τι κακό με βρηκε Παναγιά μου;Κι εχω κι αυτο το κωλόπαιδο με τις μπουρμπουλίθρες.Ναυτία θα πάθω...''
Kι ενώ ο Αζόρ παραπατούσε από τη ζάλη, είτε το άκουσε είτε όχι, χτύπησε το κουδούνι... O Mανωλάκης απ'την τρομάρα του ρούφηξε απότομα μια αρκετά μεγάλη ποσότητα ματωμένου νερού,την οποία εκσφενδόνισε πάνω στο καινούριο χαλί της μαμάς...''Οχι ρε γαμώτο''αναφώνησε βαριεστημένα,όσο το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας διάβαινε το κατώφλι της εξώπορτας...Ποιός ήταν ο αινιγματικός ξένος;Γιατι κατευθύνθηκε βιαστικά και αποφασιστικά προς τη γυάλα;Στη θέα του παράξενου ξένου ο Αζορ έχασε το χρώμα του.Εκτός απο τις βούλες,τώρα έχασε και το πορτοκαλόχρυσο χρώμα του.Κι ενω ο ξένος πλησίαζε απειλητικά τη γυάλα με τον μεγεθυντικό φακό του,η ζωή του Αζορ περνούσε μπροστά απ'τα μάτια του σαν ταινία.Ίσως αυτή η ξαφνική του αναλαμπή να εξηγούσε όλα τα αλλόκοτα που συνέβαιναν εκείνο το πρωί...
Επιτέλους τα θυμόταν όλα. Ο άνθρωπος αυτός που τον πλησιάζε ήταν ένας παλιός γνωστός. Κάποιος που η φύση του ως χρυσόψαρο τον είχε βοηθήσει να ξεχάσει ως τότε. Ναι, αυτός ήταν ο Βελισσάριος, ο άνθρωπος που τον είχε χωρίσει απο την μεγάλη του αγάπη, την Νόρα, τότε που τον έλεγαν απλά Φιλ και ζούσε ευτυχισμένος στο μεγάλο ενυδρείο ενός pet shop στην άλλη άκρη της πόλης. Η καρδιά του ράγισε ξανά, ο θυμός του ξεχείλισε και φώναξε: "Τι άλλο θες από μένα, γαμώ τη κηδεία μου;". Και απ'όλο του το σπαραγμό, μόνο μερικές μπουρμπουλήθρες έγιναν αντιληπτές από τον κόσμο των ανθρώπων.
Έλεγε Νόρα.. κι έτρεχαν από τα μάτια του πορτοκαλιά ποτάμια..τι να χε γίνει η αγάπη του;
Έβλεπε τον Βελισσάριο και μαύριζε ο κόσμος του..ξέσπαγε μέσα του καταιγίδα..σαν καταιγίδα ήθελε να ξεσπάσει ο Φιλ πάνω στον Βελισσάριο..Όταν πρωτοήρθε σε αυτό το σπίτι κοιμόταν και ξυπνούσε με το όνομά της στα χείλη του, ρωτούσε τον αυγερινό αν θα την ξαναέβλεπε ποτέ, σκάρωνε τραγούδια και ποιήματα και τα ταχτοποιούσε στο μπαουλάκι που κρύβει ο καθένας μας στην καρδιά του για τις ομορφιές που χουμε νιώσει για τα κομμάτια του εαυτού μας που δεν ξέρουν οι άλλοι.. αυτά τα μπαουλάκια που τα γεμίζεις με τόση αγάπη χρόνια ολόκληρα και σαν έρθει Ένας Ανθρωπος δίπλα σου του το παραδίδεις.. με τόση αγάπη
Έτσι κι ο Φιλ γέμιζε το μπαουλάκι του ..να το χει όμορφο οταν ξαναβρεί τη Νόρα και της το παραδώσει.. Γιατί ήταν σίγουρο..θα την ξαναέβλεπε. Τόσο καιρό σε αυτό το σπίτι, την είχε ξεχάσει..την είχε θάψει μέσα του..να μην τον πονά η απουσία της.."Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω Νόρα ξανά.." είπε ο Φιλ κι άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα της. "Νόρα , Νόρα, Νόρα, Νόρα...."έλεγε τόνομά της και φώτιζε η γυάλα του, πολύχρωμοι αστερίες εμφανιζόταν απο το πουθενά και χόρευαν τριγύρω του, περήφανοι ιππόκαμποι παρατασσοταν μπροστά του και γονάτιζαν στο όνομα της αγάπης του, αστρόσκονη απο τον ουρανό έπεφτε μέσα στη γυάλα χόρευε σαν την βροχή και τέλος βολευοταν πάνω του και τον στόλιζε..γέμιζε η καρδιά του Φιλ γέμιζε και το μπαουλάκι του.."Νόρα, Νόρα, Νόρα, Νόρα..."σαν να προσπαθούσε να μην το ξεχάσει.... σαν να προσπαθούσε να πάρει δύναμη απο αυτό, για τον Βελισσάριο που ερχόταν καταπάνω του..
"Iιιιιιιιιιιιιιιιι!!! Τι έκανες βρωμόπαιδο; Τι είναι αυτά; Στο καινούριο μου χαλί!!!! Δεν ντρεπεσαι; Αχ παναγία μου, τι θα κάνω τώρα; Που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που έκατσα στον αχαϊρευτο τον πατερα σου! Που περπατούσα στο δρόμο και πέφταν ξερά τα παλικάρια! Αχ παναγία μου παναγία μου! Τι αμαρτίες πληρώνω;", ούρλιαξε η μαμά του Μανωλάκη, μόλις αντίκρυσε το λεκέ στο χαλί, καθώς έμπαινε στο σαλόνι μετά τον παράξενο επισκέπτη. "Συγνώμη κύριε Βελισσάριε", απολογήθηκε,"αλλά δεν ξέρετε τι τραβάω εδώ μέσα. Και πού να ξέρετε φυσικά... εσείς δε θα κλείνατε ποτέ τη γυναίκα σας σε τέτοιο μπουντρούμι και τα παιδιά σας θα είχαν τρόπους, φυσικά, αφού θα είσασταν ΕΣΕΙΣ υπεύθυνος για την ανατροφή τους κι όχι κάποιος ασήμαντος λογιστάκος από την Κάτω Ραχούλα Φθιώτιδος."
Ο Βελισσάριος ούτε που την κοιτούσε, όλα αυτά στα μάτια του φάνταζαν τιποτένια. Κι αν δεν ήταν αυτό το άχρηστο βρωμόψαρο, ούτε που θα διανοούνταν να περάσει το κατώφλι αυτού του σπιτιου. Σπιτιού... Χα! Αυτό ήταν λιγότερο σπίτι κι από ενυδρείο που δεν είχε καθαριστεί για 3 βδομάδες! Όμως για λίγο η προσοχή του αποσπάστηκε από το σκοπό της επισκεψής του... και πρόσεξε το Μανωλάκη. Με το διαπεραστικό του βλέμμα, διέκρινε σ'αυτή την ανέκφραστη μάζα κρέατος που τώρα έπαιζε με το ηλεκτρονικό του, κάποιου είδους προοπτική. Ναι, αυτό το... πράμα, ήταν η σωτηρία του, η σωτηρία ανθρώπων σαν κι αυτόν. Τι τύχη να πέσει το χρυσόψαρο σ'αυτά τα άχρηστα χέρια...
Ο Βελισσάριος βάδιζε νωχελικά και αλαζονικά προς τη γυάλα,όταν η θέα του χρυσόψαρου τον έκανε να βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή...''Όχι γαμώ την τρέλα μου।Πού πήγαν οι βούλες;Το τσογλάνι τα φταίει όλα'',είπε κι όρμησε στον Μανωλάκη।''Μίλα κωλόπαιδο।Πού πήγαν οι βούλες;Ξέρασέ τα όλα''।''Χριστιανέ μου είσαι με τα καλά σου;Παράτε με και τώρα σκοτώνω τον δράκο και τερματίζω το παιχνίδι''।Μέσα στην παραφροσύνη του ο Βελισσάριος πλησιάζει τη γυάλα και χώνει τη χερούκλα του μέσα,όπως τότε που τον άρπαξε μέσα από το μεγάλο ενυδρείο κι η καρδιά του τότε Φιλ κόπηκε στα δυο।Ο Φιλ κρυμμένος πίσω απο τα φύκια παρακολουθούσε ημιλιπόθυμος τις εξελίξεις।''Μα τι συμβαίνει κύριε Βελισσάριε;'' ρωτούσε και ξαναρωτούσε η υστερική μάνα.''Τίποτα,τίποτα'',έλεγε εκείνος.Εμφανώς ταραγμένος ο Βελισσάριος μάζεψε τα μούτρα του και βρόντηξε την εξώπορτα.Η ζωή στο σπίτι επήλθε στη συνήθη μιζέρια,ο Φιλ προσπαθούσε να βρει την άκρη του γιατί μπορεί να ήταν ψάρι,αλλά,όπως όλα έδειχναν,η νοημοσύνη του δεν ήταν και τόσο περιορισμένη.Στην άλλη άκρη της πόλης.όμως,τα νέα είχαν ήδη φτάσει... Γιατί ο Βελισσάριος το γκάζωσε και παραλίγο να πατήσει μια γιαγιά με πι (10000 points, φωναξε ο Μανωλάκης τερματίζοντας το παιχνίδι του)... Και μαζί με τα νέα έφτασε και μια μεγάλη βροχή που όμοια της είχε να δει ο τόπος από το 1920.
Η κατάσταση ήταν μετέωρη όσο ποτέ. Όταν ο Βελισσάριος είχε συνειδητοποιήσει μια βδομάδα πριν ότι είχε πουλήσει το λάθος χρυσόψαρο απο το ενυδρείο, είχε δραστηριοποιηθεί αμέσως... ποτέ δε ξεχνούσε τίποτα και έτσι αμέσως θυμήθηκε τους φουκαράδες που είχαν μπει στο μαγαζί, λίγο πριν να κλείσει και ζητούσαν να δούν χρυσόψαρα. Αυτοί φταίγανε που δεν πρόσεξε καλά, που βιάστηκε,
του είχαν κάνει το κεφάλι καζάνι... αλλά κατάφερε να τους βρεί... Τους έκανε τον φίλο, όχι ότι ήταν δύσκολο... άλλο που δε θέλανε, ποτέ δεν τον θυμήθηκαν, κοντόφθαλμα στραβάδια, κατάφερε να τους πείσει ότι ήτανε σπουδαίος και ότι ενδιαφερόταν να προσφέρει μια υποτροφία στο μικρό τους Μανώλη. Σε χρόνο μηδέν του άνοιξαν το σπίτι τους. Είχε δει τις βούλες του Φιλ. Ήταν αυτός που ήθελε. Και τώρα; Τι σκατά συνέβαινε τώρα; Τώρα ο Φιλ δεν είχε βούλες..αλλα τι τις ήθελε τις βούλες του αυτός ο αναθεματισμένος ,σκεφτόταν το χρυσόψαρο..είχε διπλώσει τα πτερύγιά του στη ράχη του κι έκοβε βόλτες γύρω γύρω στη γυάλα προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε και ποιες έπρεπε να είναι οι κινήσεις του τώρα που επιτέλους θυμόταν τι είχε συμβεί, τώρα που επιτέλους θυμόταν τη ζωή του.. Και θυμόταν κι αυτόν τον δύστυχο, πάνω στο κοχύλι. Από το ενυδρείο. Ήταν κι αυτός εκεί. Όπως και πολλά άλλα ψάρια... Αλλά τους θυμόταν όλους πολύ αμυδρά και τους ξαναξεχνούσε μετά. Είναι πολύ δύσκολο να ξεπερνάς τη φύση σου έστω για μία φορά και πρέπει να θεωρείται θαύμα ότι συνέβη σε δυο διαφορετικά ψάρια, στο ίδιο ενυδρείο. Όλα τα άλλα που γίνονταν γύρω τους δεν είχαν καμία δύναμη να γραφτούν στη μνήμη τους, όπως κι όλα όσα γίναν πριν ή μετά. Δεν τον πείραζε. Να ζει με την ανάμνηση της Νόρας και μόνο... αλλά γιατί να πρέπει να θυμάται κι αυτό το χέρι; Κι αυτόν τον άνθρωπο; 'Ηταν γιατί αυτο το χέρι τον πήρε από την αγκαλιά της Νόρα.Γιατί αυτό το χέρι μέρες πριν τον αποχωρισμό,όλο έδειχνε τα δυο ψαράκια στον αντιπαθητικό κοντό που μπαινόβγαινε στο μαγαζί.Κι υποψιάζονταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε,αλλά δεν ήθελαν να το παραδεχτούν.Ψιθυρίζονταν μέρες στο ενυδρείο ότι κάποιοι θα αποχωρήσουν,αλλά το θέμα ήταν ποιοι,γιατι και πότε.Και θυμόταν ο Φιλ οτι ο Βελισσάριος πριν χώσει το βρωμόχερο του στη γυάλα δεν κοιτούσε αυτόν,αλλά τον Πάμπλο τον τσιβδό του φίλο από το Περού.Κι έφυγε ο Φιλ κι ούτε ένα φιλί στη Νόρα,ούτε μια λέξη.Τον μισούσε τον Βελισσάριο κι οχι μόνο από τότε που τον χώρισε απ'το Νοράκι,αλλά κι απο πιο πριν,γιατι έβλεπε στα μάτια του μια απειλή.Αλλά πάντα το προσπερνούσε κι έλεγε ''Ποιος τον χέζει κι αυτόν;Εγω έχω το Νοράκι και τους έχω όλους γραμμένους στα βράγχιά μου''.Θυμόταν,όμως και μια λέξη.''Βούλες''.Ήταν η λέξη που ακουγόταν καθημερινά στο pet-shop.Και τότε του'ρθαν στο νου οι μοβ πιτσιλιές των πτερυγίων της Νόρας και σκοτάδι σκέπασε την ψαρίσια του ψυχή ''αχ ψαροπούλα''ψέλλισε και βυθίστηκε στις σκέψεις του.Κι ο Βελισσάριος είχε οργώσει όλη την πόλη απ'τη σκασίλα του,ψάχνοντας να βρει μια λύση στο μυστήριο των χαμένων βούλων.Τα πράγματα μπλέκονταν ακόμη περισσότερο.Ο Φιλ του ήταν άχρηστος χωρις τις βούλες.''Οχι ρε γαμώτο''ούρλιαξε.''Μήπως το πιτσιλωτό ψάρι ήταν εκείνο που με το αίμα του έβαψε τη γυάλα''σκέφτηκε και γκάζωσε τη σακαράκα του τραβώντας πίσω για το σπίτι των πειραγμένων.
Τι τον είχε πιάσει; Ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο απρόσεκτος. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος γι'αυτή τη δουλειά... ήταν... προφανώς όχι πια. Αυτό του είχε πει, όταν έμαθε τα νέα, το αφεντικό. Αφεντικό, ας γελάσω, δυο πιθαμές άνθρωπος. Αν δεν ήμουν εγώ, σκέφτηκε,... εγώ είμαι το μυαλό αυτής της ιστορίας! "Εεε, εσύ! Φύγε απο κεί!", του φώναξε κάποιος απο το δρόμο, "Ξύπνα ρε! Θα πλημμυρίσει το αμάξι σου!" Ο Βελισσάριος ξυπνησε. Είχε σταματήσει το αμαξι στη μέση του δρόμου, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Ήταν το μοναδικό αυτοκίνητο στο δρόμο. Γινόταν χαμός. Και ήδη τα νερά είχαν μπει στο αμάξι. "Όχι, ρε γαμώτο. Δεν ξεκινάει το πούστικο!"
"Ανάσκελα, Αζόρ! Κάτσε στην ουρά σου!Πήδα!" . Ο Μανωλάκης έπαιζε με το χρυσοψαρο του. "Μαμάαααα! Χάλασε κι ο Αζόρ!"Ο Φιλ είχε σχεδόν κοκκαλώσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που θυμόταν. Άκουγε μια φωνή να του διηγείται τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ, μια φωνή μες στο κεφάλι του, θα πρεπε να είναι η δική του αλλά δεν την αναγνώριζε. Πώς άλλωστε; Μες στο κεφάλι μας ακούμε τη φωνή μας; Αυτή που ακούμε όταν μιλάμε; Και έχει το ψάρι φωνη; Είτε έξω του είτε μέσα του; Ο Φιλ είχε μπερδευτεί. Και πάνω απ'όλα άκουγε πράγματα που δεν πίστευε:
"Λοιπόν Φιλ, τι γίνεται; Τα θυμάσαι όλα σιγά σιγά, έτσι; Ναι ξέρω. Βλέπω εδώ μέσα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί.Κάτι πράγματα που τα λένε αναμνήσεις. Είναι περίεργα, επίμονα και άτακτα. Δεν είναι φυσιολογικό αγόρι μου, ελπίζω να το ξέρεις... Δεν είναι φυσιολογικό... Είσαι χρυσόψαρο, αυτές οι αναμνήσεις στο κεφάλι σου δεν είναι θαύμα, είναι καταστροφή... Θα σου γαμήσουν τον εγκέφαλο... Βέβαια τι να τον κάνεις τον εγκέφαλο σου, χρυσόψαρο πράμα, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς προορισμό... Κι όμως κοίτα, δουλεύει... Φτιάχνει αναμνήσεις, φτιάχνει εμενα για να σου πω αυτά που θέλεις να ξεχνάς. Τώρα όμως που θυμάσαι, πρέπει να τα θυμηθείς όλα. Κοίτα εκεί! Τον ξέχασες; Μη μου πεις είσαι μικρό χρυσόψαρο... πώς; Ξέρεις πολύ καλά πώς! Εσύ τον σκότωσες... όπως κι αν έγινε αυτό. Η αλήθεια είναι ότι έγινε πολύ απλά... αγόρι μου.... Δείξε μου τα δοντάκια σου!!! Έτσι μπράβο! Μην το ξεχάσεις ποτέ ξανά! Όσο είμαι μέσα στο κεφάλι σου δε θα σ'αφήσω να το ξεχάσεις ποτέ ξανά. Έχω πιάσει την ανάμνηση της χθεσινής νύχτας και δεν την αφήνω να τρέξει να κρυφτεί πίσω στο σκοτάδι, ανάμεσα στα ένστικτα και τις ορμές σου. Θα μείνει εδώ μαζί μου κι ότι κι αν χρειαστεί να σου ξαναπώ, πάντα ανάμεσα στις λέξεις μου θα ακούς τους ήχους της ντροπής σου, της ενοχής σου, της απορίας σου... Και οι βούλες σου δε θα ξαναγυρίσουν... Τα μαλλιά των ανθρώπων ασπρίζουν και οι δικές σου βούλες χάθηκαν, ξεθώριασαν μέσα σε μια βραδιά, τη βραδιά που είδες τον εαυτό σου να σκοτώνει. Οι άνθρωποι είναι οι μεγάλοι απατεώνες του σύμπαντος, γιατί καταφέρνουν να ξεγελουν τον εαυτό τους, βάφουν τα μαλλιά τους και ξεχνούν γιατί ασπρίσαν, τι τράβηξε έστω ένα ελάχιστο κομμάτι ζωής από μέσα τους... Εσύ μπορεί να κατάφερες να ξεχαστείς, αλλά για πόσο; Λίγες ώρες; Δεν υπάρχει μπογιά να σου δώσει πίσω τις βούλες σου. Ή μπορεί και να υπάρχει αλλά ποιος θα νοιαστεί να σου δώσει πίσω τις βούλες σου;...Αγόρι μου...; Σε σένα απ'όλα τα χρυσόψαρα; Που έκρυψες το άδειο σου πτερύγιο κάτω από το θύμα σου, γιατί ντρεπόσουν για την ασυμμετρία σου... Που όρμησες σε έναν του είδου σου...Που σκότωσες για το τίποτα...Που τόση ώρα γεύεσαι το αίμα του και δεν δυσανασχέτησες στιγμή...Θα φροντίσω να μην το ξεχάσεις, δεν είμαι ο καλός σου εαυτος... Κι αν ξεχαστω, υπάρχει πάντα το άλλο σου πτερύγιο να σου θυμίζει οτι κάτι λείπει."
Ο Φιλ στάθηκε ακίνητος..στο μυαλό του αντηχούσε μια φωνή..το μυαλό του βομβαρδιζόταν από αναμνήσεις..εικόνες..λέξεις..μπουρμπουλήθες..φύκια και μεταξωτές κορδέλες που στόλιζαν το πτερύγιο της Νόρας..κι ένας φόνος..αίμα..αυτός, αυτός έκανε το φόνο..αίμα.. Ο πανικός του χε χτυπήσει την πόρτα κι εκεί πάνω που ένιωθε οτι το πάθαινε το εγκεφαλικό και στράβωνε το στόμα του..φώναξε :''Στοοοοοοπ!!!!'' με φωνή βαριά κι απλωθηκε ξανά σιωπή στο κεφάλι του"Δεν πρέπει να τρελαθώ..Νόρα..πρέπει να κάνω κάτι..τώρα που θυμάμαι δεν μπορω ναμην κάνω κάτι για το Νοράκι ρε γαμώτο'' Κι έτσι όλα άρχισαν να τακτοποιούνται στο κεφάλι του Φιλ κι η φωνή στο κεφάλι του σε ρόλο γραμματέα τακτοποιούσε την κάθε μια ανάμνηση ανάλογα με την κατηγορία και αλφαβητικά σε συρτάρια και φακέλους μέσα στην ψαροκεφάλα του..''Ο Βελισσάριος..ψάχνει κάτι..Οι βούλες..Ο Παμπλο'' Όλα ξαφνικά μπήκαν στη θέση τους Ο Βελισσάριος πρέπει να έκανε λάθος κείνη την άποφράδα μέρα που ρθε το κωλόπαιδο με τη φαμίλια του και τον χώρισαν από τη Νόρα.Δεν ήθελε να τους δώσει τον Φιλ, ο Φιλ είχε βούλες κι η Νόρα είχε βούλες..ο Πάμπλο όμως δεν είχε βούλες γιαυτό τον κοιτούσε επίμονα, αυτόν ήθελε να τους δώσει αλλά τέτοιος ακαμάτης που είναι τους έδωσε τον Φιλ. ''Άρα φιλαράκια μία είναι η ελπίδα για να ξαναγυρίσω στο ενυδρείο και στο pet shop, για να ξανακρατήσω στα στιβαρά μου πτερύγια το Νοράκι..να αποκτήσω βούλες..αλλά τις βούλες τις έχασα με τον φόνο....'' Χάθηκε τότε η χρυσαφένια λάμψη του Φιλ θολωσαν τα μάτια του σαν να τον είχαν ψαρέψει και καταψύξει...μα του ρθε η ανάμνηση της ψαροπούλας να κόβει βόλτες μέσα στο ενυδρείο και ξαναβρήκε το χρώμα του και ξαναγυάλισαν τα μάτια του ''Σιγά μην αφήσω εγώ σημάδια στην απολλώνια κορμάρα μου, θέλω τις βούλες μου και θα τις ξαναπάρω πίσω.Σιγά μην αφήσω εγώ πέντε ψωροβούλες να με κυνηγάν και να με κατατρέχουν..σιγά μην αφήσω πάνω μου το σημάδι του φονιά..Θέλω βούλες και θα τις ξαναέχω είτε το θέλουν είτε όχι!!''είπε κι άρχισε να ψάχνει τρόπο για να ξαναγίνει το κορμί του απολλώνιο.......Κοιτά δεξιά κοιτά, αριστερά μέσα στη γυάλα κι η ιδέα δεν αργεί να του φανερωθεί...ΒODYPAINTING/TATOO.......1)τεχνητό φύκι γυάλας παίρνει το ρόλο του πινέλου-βελόνα 2)αίμα και πρασινάδα τοιχωμάτων γυάλας παίρνουν το ρόλο της μπογιάς
Γιατί μπορεί η μάνα του σκασμένου του Μανωλάκη να ήταν παστρικιά αλλά επειδή δεν τα πολυπήγαινε τα ζωντανά τη γυάλα την είχε αφήσει να πρασινίσει.Κι έτσι ο Φιλ παίρνει τη μοίρα στα χέρια του, πιάνει κι ανακατεύει τα χρώματα και ανασηκώνοντας προσεχτικά ένα ένα τα λέπια του με το πλαστικό φύκι πινέλο-βελόνα φτιάχνει ξανά το εισητήριο για την αγάπη...τις βούλες. Δεν τον πείραζε καθόλου που για να "σβήσει" το σημάδι του φονιά θα έπρεπε να κουβαλάει για πάντα το αίμα του θύματος του. Αυτό το χρυσόψαρο έμοιαζε τρομαχτικά με άνθρωπο.
Ο Βελισσάριος είχε από ώρα παρατήσει το αμάξι του και προσπαθούσε με τα χίλια ζόρια και μέσα στην καταρρακτωδη βροχή να φτάσει στο καταραμένο σπίτι... Τελικά του πήρε σχεδόν ακριβώς όση ώρα χρειαζόταν ο Φιλ για να τελειοποιήσει τις βούλες του... Πόσο βολικό!
Ο Μανωλάκης βέβαια δεν το έκανε καθόλου πιο εύκολο για τον Φιλ, αλλά στο τέλος σάστισε με την επιμονή του ψαριού και τον παράτησε στην ησυχία του. Πραγματικά δεν μπορείς να ξερείς τι περνάει απο το μυαλό αυτού του παιδιού, βάζω στοίχημα ότι ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει τι σκατά είναι αυτό που λέμε σκέψη. Πάντως μπορεί και αναγνωρίζει κάποιες περίεργες ιδέες που του έρχονται που και που, τοσο οσο για να τις θέσει σε εφαρμογή. Έτσι τώρα, αφού βαρέθηκε τον Αζόρ, βγήκε έξω στη βροχή, όρμησε σε έναν από τους κάδους, βρήκε εκεί μια γάτα που κρυβόταν απο τη βροχή, την άρπαξε γρήγορα απο το σβέρκο, την βούτηξε στη λάσπη κι αφού την έτριψε καλά καλά, την εκσφενδόνισε πάνω στο τζάμι της κουζίνας όπου η μάνα του έφτιαχνε το μεσημεριανό φαϊ!
O Βελισσάριος ετοιμαζόταν να στρίψει στη γωνιά του δρόμου που βρισκόταν το σπίτι. Η βροχή και η κούραση είχαν κάνει εδώ και ώρα τα βήματα του βαριά και κύματα ρίγους διαπερνούσαν την πλάτη του κάθε φορά που ένιωθε το βρεγμένο παντελόνι να ακουμπά στο πισω μέρος του γονάτου του. Τι κόπος κι αυτός... για έναν εστέτ σαν αυτόν... Δεν έτρωγε σκατά;
Μόλις ξεπρόβαλλε στη γωνιά, η γάτα τρέχοντας αλαφιασμένη να ξεφύγει από ένα πιθανό μεγαλύτερο κακό (αφού πρώτα φυσικά χρειαστηκε κάποια δευτερόλεπτα για να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει τους πόνους στο πρόσωπο της) όρμησε πάνω του σα λυσσασμένη και του έκανε ότι θα ήθελε να κάνει προφανώς στο Μανωλάκη εάν είχε αίσθηση του δικαίου και της ανταπόδοσης. Τώρα όμως η μόνη αίσθηση που είχε ήταν αυτή της απόλυτης ορμής για επιβίωση και δε θα ανεχόταν καμιά άλλη μαλακία απο κανέναν, εντάξει; Έτσι κανόνισε τον Βελισσάριο που δεν είχε σκοπό να τη βλάψει βεβαίως, αλλά ήταν εκεί...
Όταν τέλειωσε μαζί του, το πρόσωπο του ήταν γεμάτο αίματα... Χωρίς ακόμα να καταλάβει τι του είχε συμβεί προσπάθησε να περπατήσει μερικά μέτρα, προς το μέρος όπου άκουγε τρομερές στριγγλιές. Περιττό να πούμε από που έρχονταν αυτές οι στριγγλιές.
Η μάνα του Μανωλάκη είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Τραβούσε τα μαλλιά της, έψαχνε το βρωμόπαιδο της, έσπαγε πιάτα, ξέσκιζε τις κουρτίνες, έβγαινε στο δρόμο και χτυπούσε τα κουδούνια των γειτόνων και όλη αυτή την ώρα στριγγλιζε. Και είχε ξεχάσει και το φαϊ στη φωτιά!
O Βελισσάριος έφτασε στην ανοιχτή πόρτα. Είδε το χάος που επικρατούσε μέσα. Μα τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε. Δεν πολυσκότισε το μυαλό του βεβαίως, αλλά η σύγχυση του ήταν μεγάλη. Ένιωθε σαν να είχε αποσπαστεί απο το πνεύμα του, τη σκέψη του, την ψυχή του. Τώρα είχε μόνο συνείδηση του σώματος του. Κι έτσι σιγά σιγά ο πόνος άρχισε να τον κυριεύει. Και δυσκολευόταν πολύ να θυμηθεί τι ήθελε εκεί πέρα. Οι φωνές τώρα ακούγονταν πολύ μακρινές. Γιατί ήταν πολύ μακρινή η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν από τα αυτιά του ως το χαμένο του μυαλό. Τα βήματα του φάνταζαν απέραντα αργά, ίσως γιατί ανακάλυπτε για πρώτη φορά τη τεράστια διαδικασία που μεσολαβούσε ανάμεσα σε δύο βήματα. Και η αιτία γι'αυτά τα βήματα έπρεπε κάθε φορά να επαναπροδιορίζεται.
Ο Φιλ είχε τελείωσει την απαιτητική εργασία για την επανάκτηση της -όπως πίστευε- αθωότητας του και τον έβλεπε παραμορφωμένο μέσα από το χοντρό καμπυλωτό γυαλί. Ήταν έτοιμος. Για όλα.
Ο Μανωλάκης βγήκε από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Την είχε σκαπουλάρει πάνω στην αναμπουμπούλα. Και κατάφερε και να κλέψει και δυο τρία πενηντάρικα από το κλειδωμένο ντουλάπι του κομοδίνου. Τι να το κάνεις το κλειδωμένο ντουλάπι αν αφήνεις πάνω το κλειδί; Κι έτσι, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Βελισσάριο.

4 σχόλια:

BloodByTheJukebox είπε...

ena exo na sas po...

Beckett!!!

BloodByTheJukebox είπε...

Oxi Beckett pia!!!

Exei ti diki mas diestrammeni sfragida!

BloodByTheJukebox είπε...

Ελααααα.... ποιος θα πιασει τη πασααα???

BloodByTheJukebox είπε...

Chaos... egrapses!!! Epitelous Ploki!!!!